Τρίτη 28 Δεκεμβρίου 2010

Edward Scissorhands (1990)

Είναι μερικές φορές που μέσα στη μοναξιά της παρακολούθησης μιας ταινίας, κάποιοι χαρακτήρες μπορεί να φαίνονται περισσότερο αληθινοί και περισσότερο κοντά μας από κάποιους ανθρώπους της ζωή μας. Πιο ζωντανοί. Δεν γνωρίζω τι μπορεί να σκέφτονται και να λένε οι θεωρητικοί, η παραπάνω διαπίστωση όμως κρύβει μέσα της περισσότερη αλήθεια από όλες τις θεωρίες του κόσμου.

Το τελευταίο διάστημα είχα την ατυχία/τύχη να περάσω κάποιες στιγμές μόνος, μακριά από συγγενείς, φίλους και παρέες. Τις πολύτιμες μοναχικές αυτές στιγμές αποφάσισα να τις μοιραστώ με τον Edward, έναν καλό φίλο που έτυχε να γνωρίσω μικρός και που το ομολογώ, είχα καιρό να επισκεφτώ. Είχα σχεδόν ξεχάσει πόσο σπάνια ήταν η παρέα που κάναμε μαζί, πόσα συναισθήματα μοιραζόμασταν από τότε ακόμα, πόση απέραντη ομορφιά κρύβεται κάτω από τα ψαλιδωτά του χέρια και τα θλιμμένα του μάτια, που είμαι σίγουρος, ακόμα και σήμερα μας κοιτάζουν απορώντας.

Ο Ψαλιδοχέρης Edward δεν μοιάζει με κάποιον από εμάς. Μάλιστα, δεν μοιάζει με κανέναν άνθρωπο που μπορεί να έχουμε γνωρίσει. Γεννημένος από την μοναξιά ενός εφευρέτη ο οποίος τον κατασκεύασε, κοιμήθηκε και δεν ξύπνησε ποτέ για να τον ολοκληρώσει, παραμένει κλεισμένος στη σοφίτα ενός πύργου με την πιο όμορφη θέα, χωρίς όμως να μπορεί να αγγίξει την ομορφιά που τον περιβάλει. Χωρίς καν να μπορεί να αγγίξει τον εαυτό του. Ο άτυχος Ψαλιδοχέρης, έτσι ημιτελής και μόνος όπως είναι, χαίρεται την μοναδικότητά του, καταδικασμένος να μη φαίνεται, να μην υπάρχει, να μη σκέφτεται ότι μπορεί να μοιραστεί την ζωή με τους άλλους ανθρώπους. Μέχρι που μια μέρα η τύχη του χαμογελά φωτίζοντας το πρόσωπό του, μαζί και την πολύχρωμη κωμόπολη την οποία μέχρι τώρα κοίταζε από το παράθυρο του γκριζωπού του πύργου.

Ο κόσμος στον οποίο εισέρχεται ο μαυροφορεμένος αυτός ήρωας είναι ένας κόσμος ανθρώπινα πολιτισμένος. Με προαστιακά σπίτια, τετραμελείς οικογένειες, μικρούς κύριους και μικρές κυρίες που τους αρέσει να κουτσομπολεύουν φορώντας φρεσκοβαμμένα κουρέματα και φανταχτερά ρούχα. Ένας τόπος με ανεξάντλητο γκαζόν, ανεξάντλητο εγωισμό και ανεξάντλητη περιέργεια για το κάθε τι που συμβαίνει γύρω του. Ο Ψαλιδοχέρης εισέρχεται σ’ αυτό τον κόσμο όχι για να πολεμήσει την μοναξιά του αλλά για να σπείρει την ομορφιά που κρύβει στη ψυχή του. Σαν άλλος κρυφός καλλιτέχνης που αφέθηκε ελεύθερος, ζωγραφίζει με τα ψαλίδια-χέρια του, χρησιμοποιώντας τους θάμνους σαν καμβάδες και τα φύλλα τους για χρώματα. Καμιά φορά παίζει και με το τρίχωμα των σκύλων. Φτιάχνει αριστουργήματα και χαρίζει έτσι ζωή σε έναν τόπο που μοιάζει να μη μπορεί να γευτεί τις αρετές του, να μη μπορεί πια να χαρεί την ελευθερία του, αποδεικνύοντας παράλληλα την μοναδικότητα ενός χαρακτήρα που δεν γεννήθηκε όπως όλοι οι υπόλοιποι, γι αυτό και οι χτύποι της καρδιάς του δεν συγχρονίζονται ποτέ με τους δικούς μας.

Αυτή του η μοναδικότητα είναι που φαίνεται να ενοχλεί τους περισσότερους από εμάς. Ίσως ο πολιτισμικός μας χαρακτήρας να μην είναι έτοιμος ακόμα να δεχτεί κάτι τόσο διαφορετικό και όμορφο, κάτι το οποίο δεν μπορεί να κατανοήσει, γι αυτό και τον ενοχλεί. Έτσι, εμείς οι φυσιολογικοί άνθρωποι, προσπαθήσαμε να κάνουμε τον Ψαλιδοχέρη να μας μοιάσει. Του φορέσαμε την ανθρώπινη στολή μας, τον ντύσαμε με τα δικά μας ρούχα και παπούτσια και νομίσαμε για λίγο ότι είναι σαν και εμάς. Ή ότι εμείς είμαστε σαν και αυτόν. Αυτό όμως είναι αυταπάτη. Χαρακτήρες σαν τον δικό του δεν κρύβονται πίσω από φτηνά κοστούμια και ψεύτικες αγκαλιές. Έτσι ο Edward με την όμορφη καρδιά και την κακή εμφάνιση, επιστρέφει ξανά εκεί όπου είναι πραγματικά ελεύθερος, στον πανύψηλο και γκρίζο πύργο του, ατενίζοντας από κάτω εμάς τους φυσιολογικούς ανθρώπους, έχοντας πάντοτε την πόρτα του ανοιχτή για όποιον θελήσει να τον επισκεφτεί. Διότι χαρακτήρες σαν αυτόν μπορεί να λέμε ότι κατοικούν μόνο στα παραμύθια αλλά αυτά τα παραμύθια είναι που ομορφαίνουν την ζωή μας, πληρούν την καρδιά μας και γεμίζουν τις μοναχικές στιγμές του καθενός μας.

Ο Tim Burton γνωρίζει. Κοίταξε στην ψυχή του Ψαλιδοχέρη και κατάλαβε. Του αφιέρωσε μια ταινία και του χάρισε έτσι την αιωνιότητα. Και αυτός με την σειρά τους μας ανταμείβει όλους κάθε φορά που εμείς το θελήσουμε, δημιουργώντας πάντοτε κάτι το διαφορετικό με την αστείρευτη έμπνευση και τα κοφτερά του χέρια. Συνήθως, οι μέρες που τον έχουμε περισσότερο ανάγκη είναι και οι πιο κρύες, σαν αυτές που ζούμε τώρα. Έριξε και λίγο χιόνι. Είδα τις νιφάδες στον αέρα να χορεύουν σαν τρελές. Κάτι θα φτιάχνει φαίνεται εκεί πάνω στον πύργο του και είμαι σίγουρος ότι θα είναι πολύ όμορφο. Σ’ ευχαριστούμε Edward. Ξέρω ότι είσαι ακόμα εκεί ψηλά και μας κοιτάζεις.

Chris Zafeiriadis

Τετάρτη 22 Δεκεμβρίου 2010

Duel (1971)


I have the impression that many of us who are (or wannabe) avid film-goers have, not only grown up, but also cinematically matured with Spielberg’s films. This man possesses a well-earned special place in our hearts, as he is capable of making cinema rich in both content and visuals. For that matter, I find it hard to believe that there is someone out there who would call himself a true cineaste (be it a professional critic or an amateur of this art) and has not relished in some of Spielberg’s finest moments. But beware, I use the word “relished” on purpose, conscious of it being a difficult verb that connotes a lot more, in contrast to say “watched” or even “comprehended”. And relishing, ladies and gentlemen is one of the distinctive traits of this particular director.

The introductory remarks above may sound insipid (to the same people who think that some of Spielberg’s films may be insipid), yet in them lies a trapped truth, inextricably linked with the film in question. Duel is a film of rare pleasures, not so much for its elegant shooting (true as that may be), but for being able to talk about the modern man with timeless ease, and in its way mock the innate and immutable survival instincts within each one of us. As a matter of fact, Spielberg seeks to expose the viewer himself, and the way his life has been absorbed by the big bad city. But for this to be achieved, he’s going to need a... bigger road. He must first of all get him out of the urban centre and place him in the forgotten dusty roads of the American wasteland. There he will undergo a violent cultural stripping.

The film features a one and only central character, on the road for a business trip. He travels alone in an almost deserted highway, and during that trip, and without either wanting it or having sought it, he finds himself in a race of survival (“everybody runs”), face to face with a mammoth dirty truck. A giant road shark, who seems to be the ultimate-born baddy, terrifies and attacks his victim without obvious motivation. All right... the last bit was a bit too easy, so I take it back without wanting to push further the obvious reference to that other glorious movie.

Amidst the loneliness of the road and in the middle of voice-over thoughts, Duel’s typical protagonist looses his singularity. He is a common city businessman, with the name Man(n), thus becoming the ultimate symbol of the urban man. Raised with Bugs Bunny, McDonalds and Pinocchio, with the regular business apparel, the regulation moustache, and the quotidian family life (in a passing shot we can see his two children in front of the TV set playing with their toy-robots, whereas it might have been more apt to have them play with their toy-dinosaurs), this every-day man escapes his everydayness and comes in close encounter with an alien threat. An ordinary man under extraordinary circumstances, just how it would be six years later with some other typical guy from another average county town.

Across him lies an unknown “evil”. A dirty, rough but ready fuel truck, ready to shoot flames (as the sign “Flammable” on its back aptly reminds), horrifies the astounded American for reasons beyond his comprehension. It breathes carbon monoxide and dust at the same time as the terrified Mann reeks of insecurity and anxiety. The truck’s driver remains invisible, with only his left arm on show, and we can only speculate on his human form and mind (for all we know, he can be a badass extraterrestrial who hates bikes and goes for jumbo power-vehicles).

The dirty Peterbitt, an indeterminate threat with a faceless driver, duels with Mann’s relatively petit Dodge Valiant in a road race for survival, where a single man will prevail. But Mann’s face is familiar, having introduced himself to the audience through a shot in his rear-view mirror, in the beginning of the film. It is as if Spielberg is trying to show that this average Mann is the reflection of the viewer himself, of any modern average man (and that this duel is his exposure to a danger out of the boundaries he has build for his self-protection).

And as Mann loses his sense of direction, his senses have already been lost on the road. In a characteristic scene Mann stops at a small-town cafe and he is pictured lost in his exhausted ramblings, unable to think straight. Everyone around him seems a potential perpetrator, but in the end the abnormal and suspicious behaviour is his. It is obvious by that stage that he has reached beyond the bounds of the world familiar to him, unable to seek help, and therefore determined to withstand.

Total recall of the basic instincts for the protagonist, who redefines himself and gets acquainted with another Mann; he who can fight, push his limits and kill if he must. In a beautifully shot and marvellously suspenseful finale, Spielberg will bring the duel to a close, taking his symbolic protagonist literary to the edge and at the same time relishing in the revelation of his true identity. It seems that nothing is more entertaining than the collapse of the elaborate camouflage that man has built for concealing his primal and animal-like nature. The race is over with the winner looking out into the void and realising that he is an inextricable part of this unfamiliar and paranoid world. But everything is over, and everything has changed for everything to stay the same. Like a spectacular sunset, lost in the magnificent view of an infinite horizon. Return to the jungle.

Chris Zafeiriadis
Translation by (the mighty) Sylvia Karastathi

Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2010

Show Bitch (2010)

Να με συγχωρέσετε αλλά θα ξεκινήσω τα γραφόμενά μου για αυτή την ταινία με δύο μικρές διευκρινήσεις οι οποίες θαρρώ πως έχουν σημασία για την κατανόηση των όσων ακολουθούν.

Πρώτον, σε καμία περίπτωση δεν θεωρώ ότι κατέχω νόηση ανώτερη από αυτή του Ζερβού. Όπως δεν θεωρώ τον εαυτό μου εξυπνότερο κανενός σκηνοθέτη, καλλιτέχνη ή απλά ανθρώπου που έτυχε να συναντήσω στο διάβα μου. Μάλιστα τις περισσότερες φορές στέκομαι αποσβολωμένος μπροστά σε ένα έργο, νιώθοντας απέραντα μικρός μπροστά στην τέχνη κάποιου άλλου. Και πάντοτε προσπαθώ να αποκομίσω από αυτήν, να μάθω, να αλλάξω έστω και ελάχιστα αυτό που είμαι. Ακόμα και αν κάποιες φορές αυτό μοιάζει να μην είναι εφικτό. Άλλωστε, αν αυτός δεν είναι ένας από τους λόγους που παρακολουθούμε σινεμά, τότε πραγματικά δεν ξέρω ποιος μπορεί να είναι.

Δεύτερον, προτού παρακολουθήσω το Show Bitch στη Θεσσαλονίκη, αφιέρωσα λίγο (έως αρκετό) από τον χρόνο μου και παρακολούθησα κάποιες από τις παλιότερες ταινίες του Ζερβού, ξανα-είδα κάποια από τα αριστουργήματα που μας έχει χαρίσει, διοργανώνοντας έτσι την δική μου Ζερβιάδα. Και μάλιστα, πριν ο ίδιος (μου) το εξομολογηθεί, με ένα περιπαικτικό παράπονο στο πανί. Αυτό βέβαια, σε καμία περίπτωση δεν με αναγάγει σε ειδήμων, βοηθάει όμως στη δημιουργία μιας ολοκληρωμένης εικόνας για το έργο του εκάστοτε σκηνοθέτη. Και στην προκειμένη περίπτωση, οφείλω να ομολογήσω ότι το διασκέδασα όσο λίγες φορές στη ζωή μου. Ίσως γιατί έτσι θεωρώ πως πρέπει να χειρίζεται κάποιος περιπτώσεις σαν του Ζερβού, ίσως γιατί δεν μου αρέσουν αυτοί που τριγυρνάνε δεξιά και αριστερά, εκθέτοντας την ισχυρογνωμική τους άποψη, σπέρνοντας απλόχερα φαρμάκι και χολή για κάτι που δεν μπορούν να καταλάβουν. Δεν θέλω να είμαι ένας από δαύτους.

Αμέσως μετά την προβολή της ταινίας, ασυναίσθητα γεννήθηκε η απορία: ποιος είναι ο λόγος που ο Ζερβός κινηματογραφεί σήμερα και κυρίως, σε ποιον απευθύνεται; Διότι δεν νομίζω ότι αυτός ο άνθρωπος, στα εξήντα του χρόνια, έχει την ανάγκη να αποδείξει κάτι, ούτε νομίζω πως φιλοδοξεί να γοητεύσει εκείνους που δεν κατάφερε να κερδίσει μέχρι τώρα. Θέλω όμως να πιστεύω ότι του αρέσει να προκαλεί και να εκνευρίζει εκείνους που εκνευρίζονται με τον χαρακτήρα του, να διασκεδάζει και να ψυχαγωγεί εκείνους που ψυχαγωγούνται με τον λόγο του. Έναν λόγο πανέξυπνο μέσα από τον αυθορμητισμό του, προσβλητικό μέσα από την οξύτητά του και καυστικό μέσα από το αστείρευτό χιούμορ του. Πάνω απ’ όλα όμως αναγκαίο για αυτόν τον τόπο. Έναν λόγο που δεν κρύβεται πίσω από τις συμβάσεις του Ελληνικού θεάματος και δεν εξ-υπηρετεί κανέναν, παρά μόνο αυτόν που τον εκφέρει και αυτόν που είναι έτοιμος να τον ακούσει. Όμως σε αυτό το σημείο το Show Bitch χωλαίνει σαν υπηρεσία του Ελληνικού δημοσίου. Και μάλιστα, όχι ανεπαίσθητα.

Στη ταινία υπάρχουν όλα τα στοιχεία που θα περίμενε κάποιος φανατικός Ζερβικός να αντικρίσει εν έτει 2010 (αν φυσικά υπάρχει κάποιος τέτοιος): υπέροχα ανοργάνωτα καδραρίσματα (η αλήθεια είναι ότι θα ήθελα η μεγάλη Zeppelin αφίσα να μη κρύβεται πίσω από τον «αρχηγό» και το όρθιο βιβλίο του Godard στο τραπεζάκι να φαίνεται ακόμα περισσότερο), επιεικώς κάκιστο μοντάζ που έχει εξαϋλώσει οποιαδήποτε μυθοπλαστική ιδιότητα σεναρίου και αφήγησης (αν και αμφιβάλω αν οι ταινίες του Ζερβού χρειάζονται καν σενάριο), μερικές μυθικές φιγούρες του Ελληνικού σινεμά που δύσκολα συναντάς πλέον στο πανί και μερικές δολοφονικές ατάκες, σκέτο δηλητήριο. Αυτά που ακόμα μας αρέσουν και για τα οποία αγαπάμε τούτο το σινεμά. Αυτός βέβαια που φαίνεται να (μας) λείπει είναι ο πελώριος Βλάσσης, η μορφή του οποίου (θα) παραμένει αξεπέραστη.

Το Show Bitch όμως έχει την δύναμη να απογοητεύει. Δεν μιλάω για μεγάλους σινεκριτικούς και σοβαροφανείς κινηματογραφόφιλους, ούτε για αυτούς που έχουν δει τρεις ταινίες του Visconti, τρεις του Bergman και άλλες δυο του Antonioni νομίζοντας ότι το σύμπαν τους ανήκει. Αυτοί έτσι και αλλιώς στέκονται απέναντι από τον Ζερβό και νομίζω πως ο ίδιος έχει μάθει να ανέχεται και να χαμο-γελάει με τα ανάρμοστα σχόλιά τους. Το Show Bitch αφήνει μια γλυκόπικρη γεύση και σε εκείνους που έχουν αγοράσει, έχουν καταναλώσει και έχουν διασκεδάσει στο παρελθόν με το έργο του σκηνοθέτη.

Με δεδομένη την πρόθεση του Ζερβού να παρουσιάσει και να σατιρίσει την κατάντια της Ελληνικής πραγματικότητας και ιδιαίτερα της τηλεόρασης, η ταινία οικειοποιείται την φτήνια της και σε αυτό το σημείο κρίνεται άκρως πετυχημένη. Διακατέχεται από έναν φτηνό επαγγελματισμό, ακόμα πιο φτηνό χιούμορ (αν και σε στιγμές εύστοχο), πουτανιές και πουτανίτσες, κατασκευασμένα είδωλα και ισχυρογνώμονες κατασκευαστές. Δυστυχώς όμως, όλα τα παραπάνω αποτελούν και το μεγάλο μειονέκτημα της ταινίας. Η ελληνική τηλεόραση ποτέ δεν είχε την δυνατότητα να εμπνεύσει κάποιον για να παρουσιάσει κάτι μέσα από αυτήν (με ελάχιστες εξαιρέσεις φυσικά) και με δεδομένη την ανεμπνευσιά της, μετατρέπει το Show Bitch σε μια ταινία που μοιάζει να γυρίστηκε σε κάποιο ξεχασμένο και προχειροσυμμαζεμένο studio της ΕΣΤΕΤ.

Και είμαι σίγουρος ότι το κοινό του Ζερβού δεν έχει ανάγκη από Πασχάλιδες και Πασχαλίτσες ούτε από φουντωμένες φουρέιρες και γυαλισμένους μορφονιούς. Το κοινό του διψάει για τον αυθορμητισμό και το μεράκι που υπήρχε στο παρελθόν. Και στο Show Bitch δεν φαίνεται να υπάρχει τίποτα από τα δύο. Αντιθέτως, ολόκληρη η ταινία αποπνέει μια ανειλικρίνεια, κυρίως προς το πρόσωπο του θεατή, μια ανειλικρίνεια η οποία δύσκολα χωνεύεται και ακόμα πιο δύσκολα συγχωρείται, ειδικά σε κάποιους σκηνοθέτες που στο παρελθόν έχουν χαρίσει μεγαλειώδεις στιγμές κινηματογραφικής αυτοτέλειας.

Θέλω όμως να σκέφτομαι ότι μια χαμένη ευκαιρία δίνει την θέση της σε μια άλλη. Κατά ένα προφητικό τρόπο, το λέει και μέσα στην ταινία. Άλλωστε, ότι δεν σε σκοτώνει σε κάνει πιο δυνατό δεν λένε; Και ο Ζερβός δεν είναι τυχαίος, γι αυτό και δύσκολα θα πέσει κάτω. Μπορεί το Show Bitch να μην αρέσει όσο θα ήθελα, ωστόσο όμως, παραμένει τιμή μου η ευκαιρία που μου δίνει να γράψω δυο λόγια αφιερωμένα στη γκριζωπή γενειάδα του δημιουργού του.

Chris Zafeiriadis

Τετάρτη 1 Δεκεμβρίου 2010

You Will Meet a Tall Dark Stranger (2010)

Τους ήρωες του Woody Allen τους αγαπάς χωρίς να το πολυσκεφτείς. Όχι γιατί είναι τόσο αξιαγάπητοι σαν χαρακτήρες, αλλά γιατί διαθέτουν κάτι το εξαιρετικά οικείο, όσα δεκάδες χιλιόμετρα μακριά και αν βρίσκονται από την δική μας πραγματικότητα. Καμιά φορά μάλιστα μοιάζουν τόσο πολύ με τους εαυτούς μας (τους αληθινούς εαυτούς μας) που ασυναίσθητα αποδεσμεύουν τον δημιουργό τους από το βάρος της ανάπτυξής τους. Διότι όταν κάποιος μιλάει για σένα, δεν χρειάζεται να εξιστορήσει σελίδες ολόκληρες για να το καταλάβεις, αρκεί μια κίνηση μόνο, ένα βλέμμα. Σαν αυτό που έριξες την τελευταία φορά που συνάντησες τυχαία στο δρόμο μια όμορφη κοπέλα με ένα κόκκινο κοντό φόρεμα.

Στο σινεμά του Woody Allen πάντοτε έβαζα τον εαυτό μου στις καταστάσεις και τις συνθήκες που βρίσκοντας οι ήρωες των ταινιών του. Ασυναίσθητα. Και ασυναίσθητα, σκεφτόμουν με τον ίδιο τρόπο, έπραττα ακριβώς με την ίδια λογική, χωρίς να ντρέπομαι να το εξομολογηθώ. Άλλωστε, αυτή δεν είναι και η μαγεία του σινεμά; Ξεπερνάει την ψευδαίσθηση του παραμυθιού και σε κοιτάει μες στα μάτια. Μέσα στη καρδιά. Βέβαια, το πόσο σε αγγίζουν αυτές οι ταινίες είναι θέμα χαρακτήρα και προσωπικής εξομολόγησης. Σχεδόν αυτοκριτικής θα έλεγα. Που συνήθως καταλήγουν σε ένα μικρό κομμάτι αυτογνωσίας που σε κάνει να χαμογελάς.

Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι η παραπάνω φλυαρία θα ταίριαζε σε οποιαδήποτε ταινία του σκηνοθέτη. Χωρίς αυτό να είναι απόλυτα σωστό, δεν είναι και απόλυτα αναληθές. Το βροχερό Λονδίνο που συνειδητά έχει επιλέξει ο σκηνοθέτης, μοιάζει το κατάλληλο ντεκόρ για τους ανασφαλείς πρωταγωνιστές του να κάνουν αυτό που ξέρουν καλύτερα. Να εκθέσουν τον θεατή, έχοντας πρώτα εκθέσει τους εαυτούς τους. Δεν έχουν σημασία τα ονόματα, ούτε και οι ιδιότητες του καθενός. Γιατί αυτούς τους ήρωες όλο και κάπου θα τους έχεις πετύχει στο παρελθόν, είτε σε κάποια διπλανή πολυκατοικία, είτε σε κάποια παλιότερη ταινία. Τους γνωρίζεις. Όπως επίσης γνωρίζεις την κοινωνία στην οποία ανήκουν. Μια κοινωνία που έχει μάθει να ανταμείβει μόνο τους πετυχημένους, καθοδηγώντας τους ανθρώπους στη δημιουργία προσωπικών μικρόκοσμων και αποξενωμένων στιγμών.

Σε αυτή την ταινία όλοι οι χαρακτήρες κοιτάζουν μια ευτυχία που βρίσκεται στο απέναντι παράθυρο, χωρίς να μπορούν να κοιτάξουν την ευτυχία που βρίσκεται δίπλα τους. Και όλοι τους προετοιμάζονται και καθοδηγούνται από την ζωή για να συναντήσουν ένα ψηλό, σκοτεινό - μυστήριο είναι η αλήθεια - άντρα, που μπορεί να μην εμφανίζεται ποτέ στο πανί, μοιάζει όμως να έχει βγει από εκείνη την ταινία του Bergman που τόσο εκτιμά ο σκηνοθέτης. Όχι, ο Woody Allen δεν είναι τόσο νευρωτικά αστείος εδώ, είναι όμως αυθεντικά γλυκόπικρος, κινηματογραφώντας με μια αριστοτεχνική απλότητα ανθρώπους που αδυνατούνε να κοιτάξουν τη ζωή στα ίσια. Και δεν έχει χάσει ούτε στιγμή την κινηματογραφική του διαύγεια και ευφυΐα. Οι ήρωες του μεθάνε με τα πάθη τους και χάνουν τον προσανατολισμό τους, επιθυμώντας κάτι το οποίο κανείς τους δεν αξίζει. Κάποιοι από αυτούς το αποκτούν, κάποιοι άλλοι όχι. Όλοι τους όμως έρχονται αντιμέτωποι με την ειρωνεία της ζωής. Και μόνο ένας καταλήγει να χαμογελά, έστω για μια αλήθεια που μοιάζει αυταπάτη. Γελάω με τα χάλια μας (όπως γελάει και ο δημιουργός) και ταυτόχρονα σκέφτομαι…

Από τον εβδομηντατετράχρονο Woody Allen δεν περιμένεις να σου αλλάξει την ζωή, περιμένεις απλά να σου δείξει ένα κομμάτι της. Το πιο απ’ όλα θα διαλέξει όμως δεν μπορείς να το ξέρεις. Άλλωστε η ζωή είναι πολύπλοκη, με κάθε λογής σκαμπανεβάσματα. Την μία πάει πάνω, την άλλη κάτω, την μία είναι έτσι, την άλλη αλλιώς. Το θέμα είναι τι κάνεις εσύ για να την αντιμετωπίσεις. Σε αυτή την ταινία δεν θα βρεις κάποια λύση (πως θα μπορούσες άλλωστε;), θα βρεις όμως τον τρόπο. Θα κοιτάξεις, έχοντας ταυτόχρονα την δυνατότητα να αγγίξεις. Ναι, εδώ μπορείς. Γιατί το άγγιγμα είναι αμφίδρομο. Όπως ήταν πάντα. Και αυτό δεν μπορεί να του το πάρει κανείς, όσες ταινίες και αν περάσουν.

Chris Zafeiriadis

Τετάρτη 24 Νοεμβρίου 2010

Machete (2010)

Θα ήταν άδικο, για να μη πω αφελές, να προσπαθεί κάποιος να κρίνει τον Machete με βάση την καλλιτεχνική αύρα που (δεν) αποπνέει μια τέτοια παραγωγή, όπως εξίσου άδικο θα ήταν να απορρίψει κάποιος την ταινία λόγω της εμφάνισης του πρωταγωνιστή, των πελώριων μαχαιριών που κρύβει κάτω από το δερμάτινο μπουφάν του και την τάση που έχει να τεμαχίζει/πετσοκόβει - με μαεστρία είναι η αλήθεια - τους πολυάριθμους εχθρούς του. Διότι οι ταινίες του Rodriguez φτιάχνονται για να διασκεδάσουν κυρίως εκείνους που διασκεδάζουν με τέτοιου είδους ταινίες, χωρίς ιδιαίτερες προσδοκίες και χωρίς περαιτέρω εμβαθύνσεις και αναζητήσεις. Βέβαια, μπορεί ο δημιουργός τους να μην έχει την φαντασία και το ταλέντο του κολλητού του Quentin, έχει όμως την ίδια αγάπη για το «βρώμικο» και «κακό» cinema που τόσο αγαπάμε (χωρίς να το μισούμε), μια αγάπη που προσπαθεί να διοχετεύσει και στις δικές του ταινίες, με επιτυχία θα έλεγα, τις περισσότερες φορές.

Ο Machete δεν είναι τόσο κακός όσο θα ήθελε ο δημιουργός του, αλλά δεν είναι και όσο καλός θα ήθελε η εταιρία παραγωγής. Βγάζει όμως μια ιδρωμένη αυθεντικότητα την οποία δύσκολα συναντάς σε μεγάλες και γυαλισμένες παραγωγές του Hollywood. Μια αυθεντικότητα η οποία δεν συνάδει πάντα με το pop-cornίστικο σινεμά του multiplexά, στην προκειμένη περίπτωση όμως λειτουργεί άμεμπτα, εξ-υπηρετώντας πρώτα το δικό του συμφέρον και μετά των υπολοίπων. Για αυτό και ο Machete εκδικείται διπλά.

Σε πρώτο επίπεδο, υπάρχει η σχηματική ιστορία με την προδοσία του πρωταγωνιστή, ο οποίος τιμωρεί αυτούς που θέλησαν να τον εξαπατήσουν, δίνοντας την δυνατότητα στον σκηνοθέτη Rodriguez, να επαληθεύσει για ακόμα μια φορά την αφέλεια του κινηματογραφικού του χαρακτήρα. Διεφθαρμένοι γερουσιαστές, έμποροι ναρκωτικών, υπερόπτες μαφιόζοι, ερεθιστικές (και ερεθισμένες) καλλονές, μπαλτάδες, εκρήξεις, headshots και tattoos, όλα τοποθετημένα κάτω από ένα υπέροχο (για ακόμα μια φορά) soundtrack και φιλτραρισμένα απ’ το βρώμικο αλλά πετυχημένο χιούμορ που χαρακτηρίζει τις απλοϊκές ιστορίες του σκηνοθέτη. Με Trejo, Marin και Savini να αποδεικνύουν ότι οι φιλίες είναι παντοτινές, De Niro, Alba, Seagal και Lohan να προσπαθούν να κλέψουν λίγη από την λάμψη (ή καλύτερα την σκόνη και τον ιδρώτα) τους και την Michelle Rodriguez να επιβεβαιώνει πόσο άνετα νιώθει με τους badass χαρακτήρες που υποδύεται(;), χωρίς ούτε στιγμή να χάνει την θηλυκότητά της. Όμως η ταινία δεν είναι μόνο τα παραπάνω.

Σε δεύτερο επίπεδο ο Machete τα βάζει με το ίδιο το Hollywood, στέκεται ακριβώς απέναντι και του δείχνει πόσο λάθος πράττει κάποιες φορές. Βλέπετε, τα λαμπερά φώτα μιας τέτοιας βιομηχανίας ποτέ δεν είναι στραμμένα σε φυσιογνωμίες σαν του Danny Trejo. Το «θέαμα» ποτέ δεν έχει ανάγκη από μούρες σαν και την δική του και αν ποτέ χρειαστεί τέτοια πρόσωπα, δεν τα αναζητεί αλλά τα παράγει. Όμως τώρα είναι τα φώτα που τον έχουνε ανάγκη, έστω για μια τυχαία στιγμή. Τώρα ο Trejo είναι ο πρωταγωνιστής, είναι αυτός που φέρνει κόσμο στις αίθουσες, που τραβάει πίσω του τα μεγάλα ονόματα και τις αιθέριες παρουσίες. Και το έχει καταφέρει για πολλούς λόγους, κυρίως όμως γιατί έχει παλέψει. Διότι ξέχασα να πω, αυτός ο άνθρωπος είναι παλαιστής. Γι αυτό και μόνο αξίζει το χειροκρότημα όλων μας. Άλλωστε, με τόσα μαχαίρια δεν μας παίρνει να πούμε κακό λόγο.

Chris Zafeiriadis

Πέμπτη 18 Νοεμβρίου 2010

Meet the Feebles (1990)

“The entire movie was made so we could be as disgusting as possible with puppets. “
- Peter Jackson -

Με τους Feebles (υγειές αποκύημα της αστείρευτης φαντασίας του δημιουργού τους) ο Peter Jackson δεν αστειεύεται. Το επόμενο βήμα μετά την Τρομερή Γεύση που είχε το πετυχημένο (για τα δεδομένα της παραγωγής) κινηματογραφικό του ντεμπούτο έπρεπε να ήταν ακόμα πιο ακραίο, ακόμα πιο επαγγελματικό και ακόμα πιο …τρομερό. Όχι για να αποδείξει το οτιδήποτε στον οποιοδήποτε (άλλωστε ο Jackson μόνο επιδειξιομανής δεν είναι) αλλά για να εξωτερικεύσει την εκκολαπτόμενη καλλιτεχνική του έκφραση, πραγματοποιώντας με σταθερά βήματα το όραμά του. Ακόμα και αν αυτό σήμαινε ότι έπρεπε αν κατακρεουργήσει με το πλέον ολοκληρωμένο τρόπο τα ίδια τα Muppets.

Η ιστορία ξεκινάει λίγες μόλις ώρες προτού βγει live στη σκηνή μια ζωντανή μουσική παράσταση, «the most spectacular show in entertainment history» όπως οι ίδιοι οι Feebles το αποκαλούν και τελικά αποδεικνύεται ότι ακριβώς αυτό είναι. Ένα φαντασμαγορικό και άκρως εντυπωσιακό show αποτελούμενο από τα πιο άσχημα, παραποιημένα και ανθρωπομορφικά (για αυτό και βρωμερά) ζώα που μπορεί να (μη) φανταστεί ο ανθρώπινος νους. Μόνο που ο Jackson δεν ενδιαφέρεται και τόσο για όσα συμβαίνουν on stage, αλλά περισσότερο παρουσιάζει τα backstage τεκταινόμενα, αυτά που έχουν και το περισσότερο ενδιαφέρον.

Στους Feebles υπάρχουν τα πάντα. Ένας big fat bastard θαλάσσιος ελέφαντας που είναι ο παραγωγός, η μικροκαμωμένη σέξυ γάτα ερωμένη who sucks him under the table, ένας τραγουδοποιός σκηνοθέτης ο οποίος μοιάζει επικίνδυνα με τον fantastic mr fox, ένας απελπισμένος μπλε ελέφαντας που δεν αναγνωρίζει τον γιο που έχει με την κότα φίλη του, ένας αφελής σκαντζόχοιρος που ερωτεύεται μια όμορφη σκυλίτσα χορεύτρια, ένας ναρκομανής βάτραχος που πετάει μαχαίρια σε ζωντανούς στόχους (και ενίοτε τους πετυχαίνει), ένα γερασμένο σκουλήκι που εκτελεί χρέη stage manager, μια κοπρολάγνα και κοπροφάγα μύγα δημοσιογράφος που όλοι αντιπαθούν, κρυφές πορνοταινίες που γυρίζονται στο υπόγειο, drug deals, ξερατά, εντόσθια, πυροβολισμοί, εκβιασμοί, το πέρασμα στην Ινδία και μια σκηνή παρμένη κατευθείαν από την αφιλόξενη ζούγκλα του Ελαφοκυνηγού.

Φυσικά δεν θα μπορούσε να λείπει η πρωταγωνίστρια του show, η πληθωρική ιπποποταμίνα (ή καλύτερα ιπποποταμινάρα) Heidi, πρώην star ένδοξου μεγέθους η οποία ξεχάστηκε από τον κόσμο και ξεπεράστηκε από την βιομηχανία, ενώ τώρα σαν άλλη Norma Desmond προσπαθεί να διεκδικήσει ξανά την χαμένη της δόξα και την από καιρό ξεθωριασμένη της λάμψη. Όχι όμως με την καλλιτεχνική εμμονή της αλλά με τον πλέον διακεκριμένο τρόπο, χαρίζοντας το κορμί της στον παραγωγό αυτού του show που όμως στη θέα της γύμνιας της μοιάζει περισσότερο αηδιασμένος παρά γοητευμένος. Γεγονός που την οπλίζει με ένα αλά Rambo machine gun και μέσα στη θολή διαπίστωση της αλήθειας, εκδικείται άπαντες για την άδικη εκμετάλλευση που υπέστη (αξεπέραστη η σκηνή όπου η αρχή του τελικού μακελειού ντύνεται με το ερμηνευμένο live τραγούδι “sodomy”).

Όμως αυτό το show είναι πολλά περισσότερα από ένα λουτρό αίματος, ναρκωτικών, σιχαμάτων και βρισιών. Μπορεί οι Feebles να κατέχουν παντός τύπου χαριτωμένες μορφές του ζωικού βασιλείου, διακατέχονται όμως από μια λιγότερο σατιρική και περισσότερο ειρωνική διάθεση ταύτισης με το ανθρώπινο είδος. Μια ταύτιση που τους προσφέρει την επικινδυνότητα που έψαχνε ο σκηνοθέτης για να οργιάσει κινηματογραφικά και μαζί να οργιάσουν και οι λούτρινοι πρωταγωνιστές του. Άλλωστε ο Jackson ήταν αξιοσημείωτος σκηνοθέτης πολύ πριν αναγνωριστεί το ταλέντο του και εδώ παραδίδει μαθήματα κινηματογραφικής γραφής για έναν άπειρο πλην όμως φιλόδοξο σκηνοθέτη.

Κατ-έχοντας υποδειγματικό επαγγελματισμό και υπέρμετρο μεράκι για το έργο του, ο Jackson καταφέρνει να δομήσει μια διεφθαρμένη showbiz κοινωνία και στην συνέχεια να την εξολοθρεύσει και μάλιστα με την εκ των έσω επίθεση της μανιασμένης του πρωταγωνίστριας. Όμως η δική του κοινωνία θεάματος (η οποία θα μπορούσε να μοιάζει με κάποια εκσυγχρονισμένη Φάρμα των Ζώων τοποθετημένη σε κάποια σημερινή μεγαλούπολη) δεν έχει πάψει να υπενθυμίζει την αθλιότητα τέτοιου είδους μηχανισμών, μια βίαιη κοινωνία που σχολιάζει με τον δικό του αποκρουστικό τρόπο ο Jackson (και στην οποία αργότερα κατάφερε να διεισδύσει, όχι για να την εξυπηρετήσει αλλά για να την χρησιμοποιήσει προς όφελός του). Ο ειρωνικός (και ταυτόχρονα αδιάκοπος) σχολιασμός είναι τόσο πετυχημένος που καταφέρνει εν μέρει να χαρίσει έναν ουμανιστικό χαρακτήρα στα βρώμικα ζώα, γεγονός που ελάχιστοι έχουν καταφέρει στην κινηματογραφική ιστορία χωρίς την χρήση πραγματικών ανθρώπων (τα animation είναι άλλη ιστορία και αξιολογούνται διαφορετικά).

Αυτός είναι και ο λόγος που το show των Feebles, ενώ διαθέτει εξ ολοκλήρου μη ανθρώπινες φιγούρες, παράγει μια διεστραμμένα ανθρώπινη οικειότητα, η οποία σε κάνει να θαυμάζεις τον δημιουργό για το θάρρος και την φαντασία του, ενώ ταυτόχρονα, με έναν ύπουλο τρόπο δημιουργεί στον θεατή την πολύ εύστοχη απορία: Σε αυτόν τον ζωώδη θεατρικό μικρόκοσμο, όπου οι χαρακτήρες μοιάζουν τόσο με τους ανθρώπους και όλοι εμείς τόσο έντονα μαζί τους, ποιοι ακριβώς είναι οι τελικοί πρωταγωνιστές της ταινίας;

Chris Zafeiriadis

Τρίτη 9 Νοεμβρίου 2010

The Social Network (2010)

“I want to create something substantial in order to get the attention of the clubs.”
- Fincher’s Zuckerberg -

Για να μπορέσει κάποιος να παρακολουθήσει και τελικά να αποκωδικοποιήσει το Social Network, θα πρέπει να πρώτα απ’ όλα να αποστασιοποιηθεί από το φαινόμενο του facebook και στη συνέχεια να λάβει τις πληροφορίες που δίνονται από τον σκηνοθέτη για την κατανόησή του. Διότι η πιο κοινωνικά δικτυωμένη ταινία του Fincher δεν έχει να κάνει μόνο με την (οποιαδήποτε μορφής) δικτύωση, ούτε και με τους (οποιαδήποτε μορφής) εκατομμύρια δικτυωμένους ανά τον κόσμο. Κυρίως, έχει να κάνει με την προσωπικότητα ενός ανθρώπου που σε λίγα μόλις λεπτά άλλαξε τον τρόπο προσέγγισης των σχέσεων. Είτε τα γεγονότα που παρουσιάζονται είναι πραγματικά, είτε καθαρά μυθοπλαστικά.

Το δράμα που παρουσιάζεται εδώ (γιατί περί δράματος πρόκειται) ξεκινά από μια ατμοσφαιρικά ηλεκτρισμένη βραδιά σε μια αμερικάνικη pub, με έναν χωρισμό. Έναν χωρισμό που συντελείται γιατί εκείνος είναι περισσότερο μαλάκας απ’ όσο εκείνη μπορούσε να ανεχτεί. Για αυτό και εκείνη γίνεται η αφορμή (αλλά όχι η αιτία) για να δημιουργηθεί μια εγωιστική σελίδα στο διαδίκτυο, μια σελίδα προβολής και εξωτερίκευσης γενικευμένου απωθημένου ενός ανθρώπου που μόλις είχε απορριφθεί.

Βέβαια αυτός ο άνθρωπος μόνο τυχαίος δεν ήταν στην ιστορία της σύγχρονης πληροφόρησης. Είχε τις γνώσεις, τα μέσα και τον χρόνο, είχε και την δυνατότητα να αφουγκραστεί αυτό που ζητούσε μια μεγάλη μερίδα ανθρώπων από την ζωή. Όχι μόνο ανθρώπων της εποχής του αλλά κάθε εποχής. Κυρίως όμως, αυτό που ο ίδιος ζητούσε. Την αναγνώριση του κοινωνικού (του) συνόλου. Σε αυτή την ανάγκη πάτησε και επάνω της έχτισε. Ο ευφυής Mark Zuckerberg χάρισε στον κόσμο αυτό που τόσο έμοιαζε να είχε ανάγκη, το μέσο που δίνει την δυνατότητα στους ανθρώπους να αναπληρώσουν την κοινωνική δικτύωση (και κοινωνική αναγνώριση) που λείπει από την καθημερινότητά τους. Χωρίς αυτό να είναι απόλυτα κακό, είναι όμως απόλυτα ειλικρινές.

Η τελική μορφή του facebook όπως την ξέρουμε, είναι τρομερά εθιστική για κάποιους διότι δίνει την δυνατότητα στον καθένα να παρουσιάσει τον εαυτό του όπως αυτός θέλει, είτε είναι αληθινός είτε όχι, δεν έχει σημασία. Παράλληλα δίνει την δυνατότητα στους χρήστες να κοιτάνε τις ζωές των άλλων, να κρυφοκοιτάζουν δηλαδή, χωρίς να γίνονται αντιληπτοί και μάλιστα με την συγκατάθεση του κρυφοκοιταζόμενου.

Οι σημερινοί άνθρωποι όμως έχουν την ανάγκη για γρήγορο έρωτα, για απενοχοποιημένο και γρήγορο σεξ. Το λέει και ο ίδιος ο δημιουργός της ιστοσελίδας, το ασπάζεται ο σκηνοθέτης, το επαληθεύουν και οι ήρωες. Γεγονός που κάνει το δημιούργημα του Zuckerberg ακόμα πιο ελκυστικό ενώ ταυτόχρονα δίνει την δυνατότητα στον Fincher όχι να σχολιάσει αλλά να παρουσιάσει τις ανάγκες, τις ανασφάλειες και τα πιστεύω μιας γενιάς που κάποιοι δεν θα καταλάβουνε ποτέ γιατί δεν θα μπορέσουν να πλησιάσουνε ποτέ. Χωρίς να έχει σημασία ποιος είναι πιο σωστός, ποιος έχει δίκιο και ποιος όχι.

Όμως από την μέση της ταινίας και έπειτα, όταν οι δικαστικές διαμάχες για την πατρότητα του δημιουργήματος φουντώνουν, ο σκηνοθέτης γίνεται πιο συγκεκριμένος και κεντράρει σε ένα πρόσωπο (ο λόγος για τον οποίο υπάρχει το άρθρο «The» στον τίτλο της ταινίας). Ο (κατά Fincher) Zuckerberg πέφτει στην παγίδα που ο ίδιος έστησε για τους υπόλοιπους. Ο δημιουργός αντι-λαμβάνει τον εαυτό του ως τον απόλυτα ικανό (προγραμματιστή) και ως ο ποτέ μέχρι τότε ευρέα αποδεκτός, αποδέχεται δίπλα του μόνο τους απόλυτα ικανούς (“capable” είναι η λέξη που ο ίδιος χρησιμοποιεί) και τους υπόλοιπους τους …διαγράφει. Όποιοι και αν είναι αυτοί. Αυτή μοιάζει να είναι και η πρώτη ύλη που χρησιμοποιεί ο Fincher παρουσιάζοντας τόσο την υπεροψία ενός πραγματικά ικανού ανθρώπου που ήθελε να τραβήξει την προσοχή του κόσμου, όσο και την αλλαγή που επιδέχεται όταν η προσοχή είναι πλέον στραμμένη προς το πρόσωπό του. Άλλωστε μοιάζει αδιανόητο να έχεις αλλάξει τα πάντα γύρω από τους άλλους χωρίς να έχεις αλλάξει τίποτα γύρω απ’ τον εαυτό σου.

Και είναι μόλις στα τελευταία κρίσιμα δευτερόλεπτα του φινάλε που αποκαλύπτεται η πραγματική και δραματική φύση αυτής της ταινίας. Ο Fincher έχει επιλέξει να παρουσιάσει το δράμα ενός anti-social ανθρώπου λίγο πιο δικτυωμένου, λίγο πιο αληθινού και λίγο πιο κοντινού σε εμάς. Ενός ανθρώπου που ξεκίνησε με λίγα χρήματα και ελάχιστους φίλους και κατέληξε με πολλά χρήματα αλλά καθόλου φίλους, που άλλαξε τους επικοινωνιακούς κώδικες, εκσυγχρόνισε την μοναξιά αλλά κατέληξε συμβιβασμένος και μόνος με μοναδική συντροφιά την δυαδική εικόνα μιας γυναίκας και την ηχώ μιας ακόμα συναισθηματικής απόρριψης να αργοχάνεται σε μια άδεια αίθουσα…

Chris Zafeiriadis

Πέμπτη 4 Νοεμβρίου 2010

The Haunting (1963)

Σκάνδαλα, φόνοι, παράνοια και αυτοκτονίες είναι τα κύρια συστατικά που χαρακτηρίζουν τον άφεγγο μύθο γύρω από το Hill House, έναν στοιχειωμένο πύργο τοποθετημένο στο πιο κρύο και απομονωμένο μέρος της Νέας Αγγλίας. Έναν πύργο “εκ γενετής” κακό, ο οποίος έχει την τάση να αφαιρεί τις ζωές από τους κατά καιρούς ιδιοκτήτες του, χωρίς όμως να τους δίνει την δυνατότητα να γαληνεύουν μετά τον θάνατό τους, κρατώντας τις ψυχές τους αιχμάλωτες μέσα στα αραχνιασμένα του τοιχώματα. Ή τουλάχιστον, έτσι λέει ο μύθος.

Σε ένα σκοτεινό βιβλίο της Shirley Jackson ανήκει αυτή στοιχειωμένη ιστορία που επέλεξε να μεταφέρει στην σκοτεινή αίθουσα ο Robert Wise και το αποτέλεσμα δεν κρίνεται μόνο τρομακτικά(!) επιτυχημένο αλλά και διαχρονικά απολαυστικό (τουλάχιστον για τους λάτρεις του κινηματογραφικά μαυρόασπρου φόβου). Όμως πέραν του αδιαμφισβήτητου τρομοκρατήματος που προσφέρει η δεξιοτεχνία του σκηνοθέτη, μακριά από τις απειλητικές φωνές και τους απόκοσμους θορύβους (που μοιάζουν σα να πετάχτηκαν από κάποια χαμένη ταινία του Tourneur), ο στοιχειωμένος αυτός πύργος προσφέρει και κάτι παραπάνω. Και αυτό διότι ανάμεσα στους καλεσμένους που λαμβάνουν μέρος στο πείραμα που διεξάγει ο φιλόδοξος ανθρωπολόγος (καθόλου τυχαία επιλογή ιδιότητας) για την καταγραφή υπερφυσικών φαινομένων, υπάρχει και μια γυναικεία παρουσία διαφορετική από τις άλλες, η οποία υποθάλπει έναν “ιδιαίτερο” χαρακτήρα κρυμμένο πίσω από τα τεκταινόμενα του πύργου.

Η Eleanor, η βασικότερη από τους τέσσερις βασικούς χαρακτήρες, είναι και εκείνη που αναπτύσσεται περισσότερο από τον σκηνοθέτη. Από τα πρώτα κιόλας λεπτά ο Wise τροφοδοτεί το κοινό με πληροφορίες οι οποίες συνθέτουν αυτό το εύθραυστο πορτραίτο. Καταθλιπτική και καταπιεσμένη από την οικογένεια της, χωρίς να έχει την δυνατότητα της ελευθερίας και της ελεύθερης βούλησης, έχοντας από καιρό χάσει την ιδιότητα της συζύγου, η Eleanor αποξενώνεται και χάνεται στην εσωστρέφειά της, με μοναδικό στόχο επιδίωξης την απόδραση. Σαν άλλη Marion (βλ. Ψυχώ) αλλά με διαφορετικό κίνητρο, επιβιβάζεται στο αυτοκίνητο και από-δρα παρέα με τις voice over σκέψεις της, μόνο για να εγκλωβιστεί στην εσωτερική παράνοια που ελλοχεύει στον πύργο-φάντασμα. Το στοιχειωμένο πείραμα του Hill House μπορεί να φαντάζει σαν την ιδανική ευκαιρία για εκείνη, είναι όμως αυτό που την οδηγεί στην ψυχολογική και σωματική της καταστροφή.

Ακολουθώντας τα κλασικά πρότυπα των ταινιών τρόμου, ο Wise καταφέρνει να συνδέσει οτιδήποτε paranormal συμβαίνει μέσα στον πύργο με την ίδια την ηρωίδα, κινηματογραφώντας με αυτό τον τρόπο το χρονικό ενός ψυχικά αποδιοργανωμένου ανθρώπου. Ένα εγκαταλειμμένο σπίτι το οποίο μοιάζει αρκετά οικείο με αυτή την εγκαταλειμμένη γυναίκα, μετατρέπεται σε αντικείμενο ταύτισης για την ίδια. Κατά ένα περίεργο τρόπο, η Eleanor νιώθει (και είναι) στόχος του σπιτιού, το οποίο αργά αλλά σταθερά απορροφά την σκέψη και την ψυχή της, κάνοντάς την να πιστεύει ότι ανήκει ολοκληρωτικά σε αυτό. Γεγονός που παρουσιάζει με μαεστρία ο σκηνοθέτης και δημιουργεί ένα αλληγορικό ψυχογράφημα μιας γυναίκας που θέλει να ξεφύγει από την μέχρι τώρα ζωή της και προτιμά να βρίσκεται σε ένα σπίτι στοιχειωμένο παρά στο δικό της.

Χρησιμοποιώντας τις σκιές, τους θορύβους αλλά κυρίως την ψυχρότητα ενός τέτοιου πύργου και αποφεύγοντας τις εύκολες κινηματογραφικές λύσεις, ο Wise καταφέρνει και χτίζει μια διφορούμενη αλλά επιβλητική ατμόσφαιρα. Μια ατμόσφαιρα η οποία επιβάλλεται πρωτίστως στην κεντρική ηρωίδα της ταινίας, η οποία αφού πρώτα οικειοποιηθεί το σκοτάδι που κατοικεί στο σπίτι (και κατ’ επέκταση στη ψυχοσύνθεσή της) στη συνέχεια ακολουθεί την ρότα που χαράσσει το απροσδιόριστο κακό και παραδίνεται σε μια σχεδόν σχιζοφρενική αλλά κυρίως δραματική κατάσταση ασφυξίας και (τελικά) κατάρρευσης της προσωπικότητάς της. Το κακό που κατοικεί σε αυτό το σπίτι δεν θριαμβεύει αλλά επιβεβαιώνεται ενώ παράλληλα επιβεβαιώνει αυτή την μεταφυσική και ταυτόχρονα δραματική κατασκευή του Wise σαν μια από τις πολυδιάστατες, πολυαναγνώσιμες και καλύτερες ταινίες της δεκαετίας της.

Chris Zafeiriadis

Παρασκευή 29 Οκτωβρίου 2010

La fille sur le pont (Girl on the Bridge) (1999)

Στο σινεμά του Leconte οι συνήθως μοναχικοί άνθρωποι πρωταγωνιστές βρίσκονται πλημμυρισμένοι από πανίσχυρα συναισθήματα, είτε ευτυχίας που ποτέ δεν πίστευαν ότι θα μπορούσαν να γευτούν (ίσως και να μη το άξιζαν), είτε θλίψης για όλα εκείνα που τους έτυχαν (ή δεν τους έτυχαν) στην πορεία της ζωής τους. Συναισθήματα τα οποία μπορεί τις περισσότερες φορές να αδυνατούν να διαχειριστούν με επιτυχία, πάντοτε όμως τα αποδέχονται ως ακατάβλητους και απόλυτους εξουσιαστές τους. Όπως και η όμορφη κομμώτρια μερικά χρόνια πριν, έτσι και αυτό το νεαρό κορίτσι στέκεται επάνω σε μια γέφυρα, αδυνατώντας να συμβιβαστεί με όλα εκείνα που αισθάνεται χωρίς να το έχει ζητήσει, όλα εκείνα που την έφεραν να κοιτάζει ακριβώς πάνω από έναν κατάμαυρο Σηκουάνα, έτοιμος να καταπιεί με μανία τα θύματα μιας θλιμμένης και ανούσιας ζωής. Μιας ζωής που δεν έτυχε κάποιας επιθυμητής συγκυρίας και ποτέ δεν ευδοκίμησε σε κάτι ουσιαστικό.

Ο Leconte ανοίγει την ταινία τοποθετώντας την θλιμμένη του ηρωίδα ενώπιον ενός απροσδιόριστου κοινού, δίνοντάς της την δυνατότητα να αφηγηθεί διάσπαρτα κομμάτια της ζωής της, να μοιραστεί συναισθήματα και να αναπτύξει σκέψεις, εκθέτοντας με αυτό τον απλό τρόπο μια μοναχικά ακραιφνή καρδιά στον θεατή. Μια καρδιά που δεν είναι ευτυχισμένη, δεν είναι όμως και δυστυχισμένη. Διότι σε αυτή την καρδιά δεν συμβαίνει τίποτα και αυτό είναι το παράπονό της. Παραμένει γαλήνια εξαγριωμένη με την τύχη που δεν της χαμογέλασε ποτέ, δεν τις χάρισε την ευκαιρία να ζήσει μια αγάπη αληθινή, από αυτές που αξίζει να ζει ένα τέτοιο κορίτσι και να την χαίρεται σαν να ‘ναι η τελευταία. Όμως ελλείψει συναισθημάτων της ψυχής, οι οφθαλμοί επληρώθησαν δακρύων, δακρύων που κρύβουν ένα ολοκληρωτικά δικό τους κόσμο.

Το κορίτσι αυτό πιστεύει ότι η ζωή ξεκινάει όταν κάνεις έρωτα. Δεν ξέρω αν αυτό είναι απόλυτα σωστό αλλά είναι σίγουρος ότι η ζωή σταματά όταν σταματάς να κάνεις έρωτα. Ή καλύτερα, όταν σταματάς να τον παράγεις. Όχι με σεξουαλικό τρόπο αλλά πρωτίστως συναισθηματικό, εγκεφαλικό. Αυτή η νεαρή ψυχή , το ομολογεί και η ίδια, δεν έχει ζήσει τίποτα παραπάνω από κενές στιγμές σαρκικής απόλαυσης με ανθρώπους που γνώριζε ή δεν γνώριζε, δεν έχει σημασία. Διότι μέσα από τα λόγια της καταλαβαίνεις ότι στο τέλος οποιασδήποτε συνεύρεσης παρέμενε και πάλι μόνη. Μάλιστα, πλέον φαίνεται να ειδικεύεται στη μοναξιά. Αλλά εδώ που τα λέμε, όλοι μας έχουμε ειδικευτεί σε μοναχικές στιγμές, άλλοι περισσότερο και άλλοι λιγότερο. Αυτό το κορίτσι, από τα πρώτα κιόλας λεπτά, φέρνει στο νου τις στιγμές εκείνες που πονάνε πιο πολύ, τις στιγμές που όσο και αν το θέλεις, δύσκολα ξεχνάς. Τις πιο μοναχικές.

Η Adèle με τα μεγάλα μάτια και τα μαύρα μαλλιά, λίγο πριν χαρακτηριστεί ως αυτόχειρας, σώζεται από την παρουσία εκείνου. Έτσι είναι η τύχη, της χαμογελάει στην πιο ακατάλληλη και προσωπική της στιγμή. Και πλέον όλα αλλάζουν. Εκείνος είναι ένας καλλιτέχνης του τσίρκου, ένας μοναχικός showman που έχει μάθει να πετάει μαχαίρια αποφεύγοντας τους ζωντανούς στόχους. Ένας άντρας που δεν παίζει με την τύχη αλλά την εκμεταλλεύεται. Το κορίτσι με το υπέροχο σώμα και το ακόμα πιο υπέροχο πρόσωπο αποφασίζει να μείνει μαζί του, ακολουθώντας τον σε ένα μικρό ευρωπαϊκό οδοιπορικό και γίνεται η μούσα που χρειάζεται ένας άντρας για να μεγαλουργήσει. Μαζί, αλλά όπως από κοινού αποφασίζουν, για λίγο.

Φυσικά, δεν είναι τυχαίο που ο Leconte κινηματογραφεί τους δύο πρωταγωνιστές του σε ασπρόμαυρό φιλμ. Η αποχρωμάτισή του αποδυναμώνει την αίσθηση του τόπου και του χρόνου, δημιουργεί όμως μια γοητευτική ατμόσφαιρα χαρίζοντας μια απρόσμενη φωτεινότητα στο πρόσωπο της Adèle (αξέχαστα υπέροχη η Vanessa Paradis που εδώ πραγματικά λάμπει). Ένα πρόσωπο στο οποίο χρωστάει πολλά η ταινία καθώς με την βοήθεια του contrast (αλλά και του Daniel Auteuil) καταφέρνει και αναδεικνύει όλες τις ψυχολογικές διακυμάνσεις αυτού του μοναχικού κοριτσιού, την αγωνία, την θλίψη, την χαρά και την ηδονή. Όμως…

Η ηδονή αυτού του κοριτσιού δεν έχει να κάνει με την σάρκα. Ο έρωτας μεταξύ των δύο, αν και φαινομενικά ανέκφραστος κατά την διάρκεια της ταινίας, παραμένει εγκεφαλικός. Εγκεφαλικός αλλά απόλυτος. Οι δύο τους, σαν κρυφοί εραστές που είναι (χωρίς όμως να το γνωρίζουν από την αρχή), γεύονται την ηδονή κατά την διάρκεια του show. Εκείνος της πετάει μαχαίρια που κόβουν τον αέρα, κόβουν την ανάσα και σταματάνε την καρδιά, ενώ εκείνη επιτέλους αισθάνεται ζωντανή. Ο Leconte χρησιμοποιεί την αγέραστη φωνή της Marianne Faithful και χωρίς καν να φέρει τους δύο τους σωματικά κοντά, κινηματογραφεί την πεμπτουσία του έρωτα και της ηδονής σε μια από τις πιο έντονα ερωτικές σκηνές στην ιστορία του Ευρωπαϊκού σινεμά, μια σκηνή που σε κάνει να θλίβεσαι και να δακρύζεις που δεν κατάφερες να ζήσεις κάτι ανάλογο, εκλιπαρώντας για μια στάλα μόνο τέτοιου έρωτα.

Και αφού πρώτα χωρίσει τους πρωταγωνιστές του, τελικά ο Leconte τους χαρίζει ένα ανακουφιστικό φινάλε. Το κορίτσι επανατοποθετείται στη γέφυρα αλλά με άλλη ιδιότητα αυτή την φορά, έχοντας πια την δύναμη να μεταφέρει τα συναισθήματά της στον θεατή κάνοντάς τον να αποδεχτεί την παραδοξότητα της σχεδόν ονειρικής ολοκλήρωσης της ιστορίας, η οποία μέσα από τον κρυφό σουρεαλισμό που την διακρίνει καταλήγει στην αποθέωση της πιο λυτρωτικής και ειλικρινούς αγκαλιάς. Γιατί καμιά φορά το «για πάντα» δεν κρατάει για πολύ και το «για λίγο» κρατάει μια ζωή.

Αυτό το όνειρο δεν θα μας το πάρει κανείς…

Chris Zafeiriadis

Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 2010

Detour (1945)

Η ταινία του Edgar Ulmer αποτελεί κινηματογραφικό επίτευγμα της εποχής της. Πρόκειται για ένα υπέροχο, αξέχαστο κατόρθωμα το οποίο αξίζει το χειροκρότημα όλων εμάς που (λέμε ότι) παρακολουθούμε σινεμά. Υπεύθυνο γι' αυτό είναι τόσο το φτωχικό του περιβάλλον, όσο και το μικροκαμωμένο του μέγεθος που στα 67 μόλις λεπτά του καταφέρνει και εσωκλείει όλα εκείνα τα συστατικά που μεταμορφώνουν μια θεωρητικά ασήμαντη ταινία σε φιλμικό ντοκουμέντο μιας noir εποχής που όχι μόνο δεν γερνάει στο πέρασμα του χρόνου αλλά ακόμα και σήμερα αναπνέει σαν μικρό παιδί. Γιατί φαντάζομαι το ξέρετε εσείς που ασχολείστε, αυτές οι ταινίες είναι πολύ περισσότερες από αυτές που αρχικά αφήνεται να φανούν.

Ο Ulmer έχει επιλέξει έναν antisocial αντιήρωα και τον αφήνει να αφηγηθεί ο ίδιος την twisting ‘n’ shouting’ ιστορία του. Ο Al (πιανίστας στο επάγγελμα) βρίσκεται κυριολεκτικά στο δρόμο κάνοντας ωτοστόπ σε μια διαδρομή προς την Πόλη των Αγγέλων, με σκοπό να συναντήσει τον δικό του άγγελο που καρτερικά τον περιμένει. Όπως όμως μας εξηγεί και ο ίδιος, όταν κάνεις ωτοστόπ δεν υπάρχουν κανόνες, δεν ξέρεις πώς να συμπεριφερθείς σε κάποιον άγνωστο, δεν μπορείς να έχεις την παραμικρή ιδέα για το τι μπορεί να σου τύχει. Η μοίρα βάζει συνεχώς τρικλοποδιές στους ανθρώπους και φέρνει τον Al αντιμέτωπο με ένα πτώμα το οποίο στέκεται ακριβώς δίπλα του και είναι ικανό να τον κλείσει πίσω από τα κάγκελα της φυλακής, χωρίς να έχει σημασία αν ο ίδιος έχει κάποια ευθύνη ή όχι. Και όπως συμβαίνει συνήθως σε τέτοιες ταινίες, οι περισσότεροι νεκροί χάνουν τη ζωή τους για τα χρήματα. Αυτά για τα οποία ιδρώνεις για να αποκτήσεις αλλά ποτέ δεν είναι αρκετά, εκείνα που δημιουργούν πάντοτε περισσότερους μπελάδες από οτιδήποτε άλλο.

Όπως όμως μας έχει μάθει η ιστορία των noir, πάντοτε πρέπει να υπάρχει και μια γυναίκα στη μέση και αυτή που συναντά ο Al έχει από καιρό χάσει την αθωότητα της. Συσχετιζόμενη με το προαναφερθέν πτώμα και προς αναζήτηση του εύκολου (γι αυτό και παράνομου) χρήματος, έχει ήδη πουλήσει την ψυχή της στο διάβολο και ως άψυχη ραδιούργα, σαν άλλος κρυφός σαμποτέρ, παρασύρει τον πρωταγωνιστή σε ακόμα πιο επικίνδυνα μονοπάτια. Και είναι η Vera αυτή η femme fatale, με λέξεις που χτυπάνε σαν μαστίγιο και εκφράσεις που αναβλύζουν ειρωνεία, ένας από τους ελάχιστους γυναικείους χαρακτήρες που μέσα στη δολιότητα και την αλαζονεία που την κατακλύζει, παραμένει ειλικρινής για το ακέραιο της προσωπικότητάς της, ακόμα και αν αυτό δεν συνάδει με το γενικότερο καλό, πάρα μόνο για το προσωπικό της συμφέρον, ενώ παράλληλα αποδεικνύει πόσο ευάλωτο μπορεί να είναι ένα στιγμιαία μοναχικό αρσενικό μπροστά στη θέα ενός όμορφου θηλυκού.

Το Detour είναι αυτό ακριβώς που λέει το όνομά του, μια παράκαμψη στο δρόμο με τις αναγνωρισμένες και ακριβοφτιαγμένες ταινίες της εποχής του. Μια παράκαμψη που πρέπει να πάρει κάποιος επίμονος θεατής αν θέλει να γνωρίσει τους αφανείς ήρωες μιας κινηματογραφικά βαρυσήμαντης δεκαετίας. Εδώ δεν υπάρχουν πολυτελή σκηνικά ούτε μεγάλες ερμηνείες από τους ερασιτέχνες ηθοποιούς. Υπάρχει μόνο μια ακατέργαστη b-movie αισθητική, η οποία απελευθερωμένη από αυστηρούς κανόνες και πανάκριβες εντολές, δίνει την δυνατότητα σε έναν μικρό σκηνοθέτη να μεγαλουργήσει. Ο Ulmer χρησιμοποιεί τα απολύτως απαραίτητα (ή ακόμη λιγότερα) και δημιουργεί ένα noir κομψοτέχνημα ζωγραφίζοντας μια μοιραία - από όλες τις απόψεις - συνάντηση, όπου η ομίχλη είναι έτοιμη να καταπιεί τα πάντα στο πέρασμά της, οι ήρωες αδυνατούν να διακρίνουν τους κινδύνους που ελλοχεύουν και η πιο όμορφη μπαλάντα μπορεί να μετατραπεί σε ένα ταπεινό μοιρολόι για τις χαμένες ψυχές.

Ο Al μαζί με την μαυρισμένη voice-over εξιστόρηση των γεγονότων παρουσιάζει και τις θολές του σκέψεις (γεγονός που κάνει την ταινία ακόμα πιο ενδιαφέρουσα), σκέψεις ενός ανθρώπου που έχει κάνει λάθη, έχει πληρώσει γι αυτά και είναι έτοιμος να πληρώσει και για ακόμα περισσότερα. Αλλά αν υπάρχει κάποιο μάθημα σε αυτό το κομψοτέχνημα, δεν έχει να κάνει με αυτά που κάναμε (ή δεν κάναμε) σωστά, ούτε με τις αποφάσεις που πήραμε (ή δεν πήραμε) στο μονοπάτι της ζωής. Το Detour είναι μια ταινία για τα προ-αποφασισμένα της μοίρας και την αδυνατότητα των ανθρώπων να ξεφύγουν από αυτή. Όχι κάποιων αλλά όλων.

Chris Zafeiriadis

Τρίτη 12 Οκτωβρίου 2010

Repulsion (1965)

(Καμιά φορά μπορείς να το αισθανθείς όταν κάποιος σε παρακολουθεί. Όταν δύο μάτια είναι καρφωμένα επάνω σου, παρατηρώντας κάθε κίνηση που κάνεις, κάθε ανάσα που παίρνεις. Το παρακάτω κείμενο γράφτηκε υπό τις ασπρόμαυρες σιωπές ενός σκοτεινού, νοικιασμένου δωματίου του τετάρτου ορόφου και με την αλλοιωμένα ονειρική παρουσία της Carole να στέκεται αμίλητη σε μια στενή γωνιά, λίγα μόλις μέτρα μακριά μου. Αυτό το κείμενο είναι αφιερωμένο σ’ αυτήν. Αλλά δε νομίζω πως η ίδια το γνωρίζει.)

Το Repulsion είναι αριστούργημα. Μόνο με αυτό τον τρόπο μπορώ να χαρακτηρίσω μια ταινία η οποία όχι μόνο αναδεικνύει την υπέρμετρη και γοητευτική εικόνα της κ.Deneuve, αλλά παράλληλα εδραιώνει την σκηνοθετική ιδιοφυία ενός δημιουργού ο οποίος καταφέρνει εδώ και πλάθει έναν από τους πιο έντονους χαρακτήρες της ιδιαίτερης φιλμογραφίας του, προπομπός και επιρροή για αρκετούς που θα ακολουθήσουνε στο μέλλον. Με το Repulsion ο Polanski τοποθετείται στην (όχι και τόσο, πλέον) underground elite του Ευρωπαϊκού σινεμά, ακόμα και αν ο ίδιος δείχνει να μη το πιστεύει και πολύ.

Από αυτό το σημείο γίνεται αντιληπτό ότι μέσα στο μυαλό αυτού του δημιουργού ελλοχεύουν απροσδιόριστες απειλές, οι οποίες μεταφορτώνονται σε διαβολικές φιγούρες και υπέροχα πλάσματα μέσα στις ιστορίες που μας διηγείται. Η Carole (η οποία ανήκει σαφέστατα στην δεύτερη κατηγορία) σαν μοναδική κεντρική ηρωίδα της ταινίας, παραδίδει μαθήματα αποστροφής στον θεατή, ο οποίος όμως για να την καταλάβει πλήρως θα πρέπει να κοιτάξει τον κόσμο από την δική της πλευρά, θα πρέπει να ταυτίσει το βλέμμα του με τον δικό της. Το ίδιο βλέμμα που προσπαθεί να κεντράρει από το πρώτο κιόλας δευτερόλεπτο ο Polanski ο οποίος ξεκινάει την αφήγηση με τα ονειρικά μάτια της πρωταγωνίστριάς του να χάνονται μέσα στις παραληρούσες σκέψεις της. Σαν άλλα μάτια δίχως πρόσωπο που κοιτάζουν αλλά δεν μπορούν να φωνάξουν. Που ουρλιάζουν αλλά δεν μπορούν να ακουστούν.

Αυτό το ασπρόμαυρο πορτραίτο γίνεται αντικείμενο λατρείας αλλά και μελέτης από τον θεατή. Όσες πληροφορίες δεν δίνονται για την πρωταγωνίστριά, άλλες τόσες αφήνονται να εννοηθούν από τον σκηνοθέτη. Λιγομίλητη, όμορφη και συμπαθητική, η Carole εργάζεται σε ένα ινστιτούτο αισθητικής, από εκείνα που σκοπό έχουν να κάνουν τους ανθρώπους (πιο) όμορφους. Ως εκ τούτου και λόγω της ιδιότητάς της, η Carole μπορεί να ξεχωρίσει όλη την ασχήμια του κόσμου που την περιβάλλει. Η ψεύτικη ομορφιά και τα φτηνά αρώματα που προσφέρει στις ηλικιωμένες κυρίες που κουράρει, δεν είναι παρά το καμουφλάζ της δυσωδίας ενός τόπου που αναβλύζει μούχλα, σήψη και ντροπή. Κάτω από το makeup και τις μάσκες ομορφιάς κρύβεται μια αδυσώπητη αλήθεια που η Carole αντικρίζει καθημερινά. Όμως το βλέμμα της είναι κενό, χαμένο από το πρώτο κιόλας δευτερόλεπτο. Αδιαφορεί για τον περίγυρό της και βυθίζεται σε σκέψεις που ποτέ δεν θα μάθουμε, σε έναν δικό της ονειρικό κόσμο, μακριά από φώτα, φωνές και ανθρώπους. Η αποστροφή της Carole καλύπτεται από ένα αόρατο πέπλο σιωπής το οποίο ο Polanski δεν θα αργήσει πολύ ακόμα να σηκώσει.

Ταυτόχρονα και σε αντίθεση με την συγκάτοικο και αδερφή της Helen, η Carole νιώθει αποστροφή για το αντίθετο φύλλο (κάποια πιθανή κακοποίηση στο παρελθόν ίσως, δεν θα μάθουμε ποτέ). Ανίκανη να αντιδράσει στο ερωτικό κάλεσμα ενός νεαρού, κλείνεται ακόμα περισσότερο στις αποξενωμένες της σκέψεις. Όταν όμως αρνείσαι τον έρωτα, αρνείσαι και την ζωή. Αλλά η Carole είναι ζωντανή. Ζωντανή μέσα στη σιωπής της, μέσα στον κόσμο που έχει πλάσει στη φαντασία και στα όνειρά της. Γι αυτό και αφιερώνεται μόνο εκεί, στις φωνές που κατοικούνε μέσα στο μυαλό της (τις ίδιες φωνές που λίγα χρόνια αργότερα θα κάνουν παρέα στον Trelkovsky) και στις σκιές που την επισκέπτονται μέσα στη νύχτα, κάνοντας μαζί της έρωτα, είτε η ίδια το θέλει, είτε όχι. Όμως καλύτερα έτσι. Καλύτερα με τις ζωντανές σκιές του διαταραγμένου μυαλού της παρά με τις νεκρές σκιές των ανθρώπων που έχουν ξεθωριάσει αφήνοντας πίσω τους την μυρωδιά της υποκρισίας τους. Την μυρωδιά της αποσύνθεσής τους.

Και είναι κάπου εκεί, στο μέσον περίπου της ταινίας όταν η αποστροφή της Carol γιγαντώνεται, αποτέλεσμα ενός αναπάντεχου και αθώου φιλιού από κάποιον νεαρό που την φλερτάρει. Ο περιφραγμένος και σκιώδης κόσμος της κλονίζεται και μαζί του κλονίζεται και η ψυχική της ισορροπία την οποία μέχρι τώρα έμοιαζε να διατηρεί. Και όπως είναι λογικό (;) κλείνεται στο μόνο μέρος που θα μπορούσε να την κρατήσει ασφαλή, στο περιφραγμένο της μυαλό, μόνη σε ένα μονόχρωμο διαμέρισμα-φρούριο.

Μέσα σε μια υπέροχα αφόρητη σιωπή, ο Polanski χτίζει μια συγκεχυμένη πραγματικότητα, ένα ακαθόριστο περιβάλλον συνεχής και αόρατης απειλής, το ίδιο περιβάλλον στο οποίο τρία χρόνια μετά θα τοποθετήσει και μια άλλη υπέροχη ξανθιά ηρωίδα του. Η Carole (όπως είναι φυσικό) αμύνεται και αντιδρά. Αλλά σε αντίθεση με την εγκυμονούσα Rosemary και τις διαπεραστικές φωνές της, η Carol παραμένει σιωπηλή. Σιωπηλή, αμίλητη, ψυχρή και υπαινικτική απέναντι στον θεατή που την παρακολουθεί. Σαν να είναι και αυτός μέρος της απειλής, εφόσον δεχτούμε ότι είναι μέρος του «φυσιολογικού» κόσμου. Οικειοποιείται το (άγνωστο) κακό που της έχει συμβεί και το ανταποδίδει με απόλυτη φυσικότητα σε αυτούς που το αξίζουν. Γεγονός απόλυτα φυσιολογικό (γι’ αυτό και αποδεκτό, για τα δεδομένα αυτής της ηρωίδας) το οποίο όμως καταλήγει στη δική της τραγική ψυχική αποσύνθεση με αποτέλεσμα την σωματική και διανοητική κατάρρευση της ατακτοποίητης προσωπικότητας της.

Αλλά ακόμα και έτσι ο Polanski παραμένει οικεία ειλικρινής απέναντι στην ηρωίδα του. Τοποθετεί αρκετές φορές την κάμερα στο δάπεδο και κινηματογραφεί ως «κατώτερος», αφήνοντας το μεγαλείο της Carole να διαφανεί. Με μια υπέροχα λιτή, τυμπανική υπόκρουση γιγαντώνει ακόμα περισσότερο την ένταση της ατμόσφαιρας, παράλληλα με την διαταραχή της ψυχοσύνθεσης της πρωταγωνίστριάς του, και ολοκληρώνει την αφήγηση κεντράροντας ακόμα μια φορά την αφαίρεση ενός βλέμματος που μαρτυρά φόβο, αθωότητα και αποστροφή. Και πατώντας σε αυτή τη διαταραγμένη ψυχοσύνθεση γεννάει ένα από τα πιο όμορφα παιδιά του, αποκαλύπτοντας το πορτραίτο μιας υπέροχης, αξέχαστης και ανεπανόρθωτα ρημαγμένης προσωπικότητας.

Μπορεί η Carole να γεννήθηκε από την οικονομική ανάγκη της φιλμικής αποπεράτωσης μιας Νύχτας Δολοφόνων, η ίδια όμως, σαν ονειρικός χαρακτήρας που είναι, επηρεάζει οποιονδήποτε έρχεται σε επαφή μαζί της, στοιχειώνοντάς τον ανεπιστρεπτί. Είτε αυτός λέγεται θεατής, είτε κάποιος νεαρός που την προσεγγίζει ερωτικά, είτε απλά ο ίδιος ο δημιουργός της, ο οποίος αφού αδυνατεί έως ένα βαθμό να την ξεπεράσει, την αναπλάθει, αναπαράγοντας τα διαταραγμένα χαρακτηριστικά της σε μελλοντικές φιγούρες της φιλμογραφίας του. Γι αυτό και η Carole (η οποία τελικά κατέχει γνωρίσματα του ίδιου του δημιουργού της) είναι από τους ελάχιστους εκείνους χαρακτήρες οι οποίοι…

(Και κάπου εδώ σε αυτό το σημείο, έτσι απότομα και αναπάντεχα, η γραφή σταματάει. Η σιωπηλή Carole έχει πλησιάσει και χτυπήσει τον ανυποψίαστο γράφοντα με ένα ξύλινο φωτιστικό στο κεφάλι, αφήνοντας το τραυματισμένο του σώμα να κείτεται αναίσθητο στο πάτωμα, ανήμπορο να ολοκληρώσει το ημιτελές αυτό κείμενο. Ίσως αυτό το χτύπημα ήταν αυτό που του άξιζε. Το παρόν φινάλε συμπληρώνεται με την πολυσήμαντη βοήθεια ενός …αόρατου συγγραφέα που δεν του αρέσουν οι μισοτελειωμένες δουλειές.)

… μέσα από την ημιδιαφάνεια της αυτοτέλειάς τους καταφέρνουν να νικήσουν τον παντοειδή φθοροποιό χρόνο ο οποίος μοιάζει εδώ ανίκανος να αλλοιώσει την εικόνα της. Χαρακτηριστικό της αιώνιας τέχνης ενός ανθρώπου που δεν λέει να σωπάσει, δεν λέει να κοπάσει με τίποτα. Και πάντα θα θαυμάζεται από κάποιους διαταραγμένα ρομαντικούς…
Ο μύθος του Trelkovsky ξεκινά από εδώ.

Chris Zafeiriadis

Τετάρτη 6 Οκτωβρίου 2010

Splice (2009)

Με το υπέροχο Cube του 1997 πολλοί ήταν εκείνοι που στο πρόσωπο του Vincenzo Natali αναγνώρισαν έναν από τους πιο ενδιαφέροντες και ελπιδοφόρους σκηνοθέτες της εποχής μας. Ταινία η οποία έκανε και εμένα να παρακολουθώ το έργο του από πολύ κοντά, περιμένοντας κάποια στιγμή ότι θα λάβει το ευρύ χειροκρότημα που έδειχνε ότι αξίζει. Τα γεγονότα όμως μιλάνε από μόνα τους και η αλήθεια είναι ότι όχι μόνο το αναμενόμενο αριστούργημα δεν ήρθε, αλλά δυστυχώς ποτέ του δεν κατάφερε να παρουσιάσει κάτι αξιολογότερο του Κύβου (αν και το υποτιμημένο Cypher αποτελεί έξοχο δείγμα οικονομικά ανεξάρτητης sci-fi γραφής). Η ελπίδα όμως δεν πεθαίνει έτσι εύκολα και επειδή δεν πιστεύω ότι ο αγαπητός Natali είναι σκηνοθέτης της μιας ταινίας, είμαι σίγουρος ότι κάποια στιγμή θα μας προσφέρει κάτι το πραγματικά αξιόλογο.

Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι το ηλικιακά βρεφικό Splice έχει όλα τα φόντα για να μεταλλαχτεί σε μια εξαιρετική ταινία και αυτό διότι στο DNA του περιέχονται μερικά από τα πιο όμορφα συστατικά της κινηματογραφικής φύσης. Έχει στην καρέκλα του σκηνοθέτη ένα σχεδόν cult όνομα, έχει αρκετά χρήματα να τον στηρίζουν, δύο αναγνωρισμένους πρωταγωνιστές (Brody και Polley αμφότεροι απολαυστικοί) και ένα όμορφο σενάριο το οποίο βρίθει δυνατοτήτων ανάπτυξης για έναν φιλόδοξο δημιουργό, αλλά και δυνατοτήτων εμπορίου για έναν φιλόδοξο παραγωγό. Αυτό το τελευταίο αποτελεί και το σημείο κλειδί για το τελικό αποτέλεσμα.

Δυο φιλόδοξοι οπτιμιστές επιστήμονες (ζευγάρι στο εργαστήριο, ζευγάρι και στη ζωή) συντάσσουν παιχνίδια με το DNA και δημιουργούν ένα υβρίδιο ανθρώπου με κάτι άλλο (το οποίο δύσκολα καταλαβαίνει κανείς τι είναι), έχοντας ως απώτερο σκοπό την παραγωγή φαρμακευτικών πρωτεϊνών για την μείωση και εξόντωση χρόνιων ανθρώπινων παθήσεων. Η δύναμη της προσδοκίας, το αίσθημα της ανωτερότητας και η χαρά της δημιουργίας ζωής είναι παράγοντες ισχυρότεροι από τα όποια ηθικά διλλήματα εμφανίζονται, γεννώντας όμως πάντα κάτι το κοινωνικά απαγορευμένο και γενετικά επικίνδυνο (γεγονός που έχουμε παρακολουθήσει ουκ ολίγες φορές στην ιστορία του κινηματογράφου και δεν ντρεπόμαστε γι’ αυτό).

Και ενώ αυτός είναι ο άξονας πάνω στον οποίο αναπτύσσεται η ιστορία και ο οποίος από μόνος του αποτελεί σημείο εκκίνησης για μελέτη ηθικών και κοινωνικοπολιτικών ζητημάτων πάνω στην ανθρώπινη φύση, συμπεριφορά και ανησυχία, ο σκηνοθέτης αρνείται πεισματικά να πορευτεί με αυτή την σκέψη. Το σενάριο από μόνο του δείχνει έναν πλουσιοπάροχο δρόμο αλλά ό ίδιος μοιάζει να τον αγνοεί, βαδίζοντας στο μονοπάτι ενός φιλοεμπορικού σινεμά, το οποίο ναι μεν έχει την λογική του, απογοητεύει όμως αυτόν που θα περίμενε το κάτι παραπάνω από έναν άνθρωπο με το παρελθόν του Natali.

Γεγονός το οποίο ελάχιστη σημασία έχει για έναν αυθεντικό σκουπιδοφάγο ο οποίος καταναλώνει ταινίες επιστημονικής φαντασίας σαν να’ ναι οξυγόνο και κάτι τέτοια τα προσπερνάει χωρίς καν να ενοχλείται. Όμως ένας φυσιολογικός (και απαιτητικός) θεατής δεν μπορεί να μη απογοητευτεί από τις αρκετές σεναριακές ευκολίες οι οποίες δεν κολακεύουν την ιστορία, ούτε της ταινίας ούτε και του σκηνοθέτη και θρυμματίζοντας με αργά και σταθερά βήματα τις όποιες προσδοκίες για κάτι το ξεχωριστό, καταστρέφουν το όλο εγχείρημα, πριν καν αυτό αρχίσει να κλιμακώνεται. Στο δεύτερο μισό δε, αφήνει τις επιστημονολογίες και φεύγει από το εργαστήριο παρασκευής ελπίδας για να μετακομίσει σε ένα νυχτωμένο δάσος, μεταλλασσόμενο σε μια ταινία εύκολου τρόμου και φτηνού εντυπωσιασμού η οποία τελικά δεν καταφέρνει ούτε να τρομάξει ούτε φυσικά να εντυπωσιάσει. Σε κάνει όμως να αναγνωρίσεις μια αδικία προς το πρόσωπο του Natali θέλοντας παράλληλα να του απευθύνεις τον λόγο με ένα τεράστιο «γιατί;» ζωγραφισμένο στο πρόσωπό σου. Απάντηση βέβαια δεν θα πάρεις αλλά η ελπίδα για το μέλλον παραμένει.

Chris Zafeiriadis

Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 2010

The Best of 2009-2010. Οι καλύτερες ταινίες της σεζόν.

Λένε ότι οι μανιασμένοι κινηματογραφόφιλοι δεν πιστεύουν σε βαθμολογίες και λίστες, πιστεύουν όμως στην δύναμη που κρύβει κάθε ταινία ξεχωριστά. Δεν θα μπορούσα να συμφωνήσω περισσότερο με μια τέτοια σκέψη, δεν θα μπορούσα όμως και να αρνηθώ το πόσο διασκεδαστικό είναι να τα βάζεις όλα σε μια σειρά, να «κρίνεις» με βάσει το πόσο σε έχει επηρεάσει μια προβολή, το πόσο σου έχει μιλήσει μια ταινία. Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια όμως γι αυτό και παρακάτω «παρατάσσονται» κάποιες από τις ταινίες που δύσκολα θα σβηστούν από την μνήμη, η κάθε μια για τον δικό της λόγο. Η λίστα αφορά ταινίες που παίχτηκαν στις Ελληνικές αίθουσες από τέλη Αυγούστου ‘09 μέχρι τέλη Αυγούστου ’10. Περίπου…


20. The Limits of Control - Jim Jarmusch
Η μόνη ταινία από αυτή την λίστα που δεν θα πρότεινα σε κάποιον άλλο να δει. Όχι γιατί δεν έχει να προσφέρει, το αντίθετο μάλιστα, όσο περισσότερο αφηγηματικά ελλιπής μοιάζει η ιστορία τόση περισσότερη τροφή για σκέψη μπορεί να χαρίσει στο θεατή. Όμως για κάποιο περίεργο λόγο, εκτιμάται κυρίως από αμετανόητους jarmushικούς. Νομίζω όμως πως ο Jarmush εδώ δεν νοιάζεται και πολύ. Artistique.

19. The Hurt Locker - Kathryn Bigelow
Στον πόλεμο δεν υπάρχουν καλοί και κακοί, υπάρχουν μόνο θύματα. Ζωντανός ή νεκρός δεν έχει σημασία όταν η ψυχή σου έχει χαθεί, όταν δεν έχει απομείνει πια κανένα νόημα για να συνεχίσεις από εκεί που είχες σταματήσει. Όταν έσκασε η βόμβα της Bigelow, κάποιοι καθήμενοι στη πολυθρόνα του σπιτιού τους την κατηγόρησαν για προπαγάνδα και άλλες ασυναρτησίες που ήθελαν και έπρεπε να δούνε. Ακόμα τις ψάχνουν.

18. Lebanon - Samuel Maoz
June, 1982 - The First Lebanon War. Μέσα από ένα μοναχικό tank με τέσσερις άπειρους στρατιώτες, ο Ισραηλινός Samuel Maoz, φωτογραφίζει μέσα από τον φακό του άρματος όλες τις λάθος εμπειρίες του πολέμου, εκτός και εντός του τεθωρακισμένου οχήματος, χωρίς να χρειάζεται τίποτα παραπάνω για να αναπαράγει το αυτονόητο: όπου υπάρχουν σφαίρες δεν υπάρχει ζωή, όπου υπάρχει πόλεμος, δεν υπάρχει ελπίδα.

17. Les Herbes Folles - Alain Resnais
Ο Alain Resnais επιστρέφει μετά το προ τριετίας υπέροχο Coeurs με τα εξίσου υπέροχα αγριόχορτά του, αφηγούμενος μια ιστορία ερωτικού ρομαντισμού, ανέμελης ειλικρίνειας και ιπτάμενων πρωταγωνιστών. Και όλα αυτά με τα αόρατα σημάδια του χρόνου που μοιάζει να μη πέρασε ποτέ πάνω απ’ τον αειθαλή δημιουργό. Υπέροχο σαν βόλτα με ένα μικρό αεροπλανάκι.

16. Drag Me to Hell - Sam Raimi
Πισωγύρισμα στο είδος που το ανέδειξε για τον Sam Raimi ο οποίος κατασκευάζει ένα φιλοεμπορικό μεν, διασκεδαστικότατο δε, σαλιωμένο requiem για τις χαμένες ψυχές μιας εποχής άκρατου καταναλωτισμού, φανατικού εγωϊσμού και εμπορευματοποίησης των ιδανικών. Ένα τρομοκρατικά εξιδανικευμένο ταξίδι, από εδώ μέχρι την κόλαση. Χαμένοι από χέρι είμαστε όλοι μας.

15. Στρέλλα - Πάνος Κούτρας
Ο Κούτρας δεν θέλει να αλλάξει τον τρόπο που βλέπουμε κινηματογράφο αλλά τον τρόπο που βλέπουμε κάποιους ανθρώπους που υπάρχουν δίπλα μας. Διότι μεταξύ μας τώρα, δεν διαφέρουμε τόσο πολύ όσο πιστεύουμε. Μια οικογένεια ψάχνουμε όλοι, μια αγκαλιά. Κάποιον να νοιάζεται. Από της σημαντικότερες και πιο αναγκαίες ταινίες για τον Ελληνικό κινηματογράφο.

14. District 9 - Neill Blomkamp
Μοιάζει σαν αστείο αλλά οι εξωγήινες γαρίδες του District 9 εκθέτουν με χαρακτηριστική άνεση την υποκρισία δεκάδων πολιτισμένων λαών απέναντι στο σημαντικότερο πρόβλημα της εποχής μας, την μετανάστευση. Με το Peter Jackson στην παραγωγή, ο πρωτοεμφανιζόμενος Neill Blomkamp καταθέτει αυτό που θα λέγαμε άποψη ντοκουμέντο. Και το φινάλε του, εμπορικά απολαυστικό.

13. A Single Man - Tom Ford
Μεγάλος μάστορας ο Tom Ford, ακόμα μεγαλύτερος ο Colin Firth, ο οποίος παραδίδει μαθήματα ηθοποιίας σε μια καλλιτεχνικά σπαρακτική ιστορία για τον πόνο της απώλειας και την ανησυχία του να είσαι αχρείαστος στους γύρω σου. Παίζουν και μερικές αναφορές στον Huxley. Τι κρίμα που κάποιοι την θεώρησαν μια ομοφυλοφιλική ταινία.

12. The Ghost Writer - Roman Polanski
Ο Polanski σε μεγάλα κέφια σκιαγραφεί ένα καλά καμουφλαρισμένο πολιτικό έγκλημα και αφήνει έναν ανώνυμο ερευνητή να χρωματίσει τις λεπτομέρειες. Με την χαρακτηριστική ειρωνεία του δημιουργού και μια αγωνιώδη ατμόσφαιρα που οφείλει πολλά στην μουσική του Alexandre Desplat, ο αόρατος ψάχνει τον δρόμο που οδηγεί τη διαφάνεια αλλα τελικά διασχίζει την δική του ένατη πύλη. Μαγεία.

11. Unmade Beds - Alexis Dos Santos
Η πιο ανέμελη ταινία της χρονιάς ξεχνάει να στρώσει το κρεβάτι της (ή καλύτερα δεν θέλει), δεν ξεχνάει όμως να αναζητήσει ένα χαμένο πρόσωπο, είτε αυτό λέγεται πατέρας, είτε σύντροφος, είτε απλά ένας άγνωστος που θα σου χαρίσει ένα τραγούδι και ύστερα θα χαθεί στην φασαρία μιας καπνοφορτισμένης νύχτας. Με black eyeliner πάντα.

10. Κυνόδοντας - Γιώργος Λάνθιμος
Από κάποιους λατρεύτηκε, από άλλους μισήθηκε. Κάποιοι το αναγνώρισαν ως εξαιρετικά πρωτοποριακό, ενώ άλλοι το απέρριψαν ως βίαια προσβλητικό. Η πνευματικά θρασύτολμη και κινηματογραφικά αξέχαστη εμπειρία του «Κυνόδοντα» προκαλεί ανοιχτά τον θεσμό της οικογένειας, διαστρεβλώνει την έννοια της ελευθερία της σκέψης, ενώ παράλληλα αμφισβητεί τις αρετές ενός κοινωνικού συστήματος το οποίο όλοι μας υπηρετούμε. Μέχρι πότε;

9. Shutter Island - Martin Scorsese
Το ψυχασθενικό αυτό b-movie που σκάρωσε ο κύριος Scorsese για φέτος, ξεκινάει ως ένα λαβυρινθώδες παιχνίδι χαρακτήρων (και) χιτσκοκικού τρόμου για να καταλήξει σε μια σπαρακτική διαπίστωση μιας θανατερής αλήθειας που πονάει όσο χίλιοι θάνατοι μαζί. Βγαλμένο από μια άλλη εποχή, κλασικό για όλες τις επόμενες.

8. Welcome - Philippe Lioret
Το βλέπεις μια και το θυμάσαι για πάντα. Το μικρό αυτό διαμαντάκι του Philippe Lioret εκθέτει την υποκρισία μας απέναντι στους μετανάστες αλλά αφιερώνεται στην οδύσσεια ενός ανθρώπου έτοιμου να διασχίσει ωκεανούς ολόκληρους για αυτήν που αγαπάει. Εσύ μέχρι που μπορείς να φτάσεις?

7. Un Prophète - Jacques Audiard
Ξεχειλισμένη από έναν ωμό ρεαλισμό που τσακίζει κόκκαλα, η τελευταία μέχρι στιγμής ταινία του Audiard αναρωτιέται ξεκάθαρα πόσο στοιχίζει η ανθρώπινη ζωή. Όχι μόνο αυτή που χάνεται αλλά και αυτή που αλλοιώνεται. Λίγη ψευδαίσθηση, λίγη ελευθερία, λίγο θάνατο μήπως; Και τελικά, πόσους χτύπους μπορεί να χάσει μια καρδιά;

6. Inglourious Basterds - Quentin Tarantino
Όταν ο απολαυστικά (και αναγκαία) αυθάδης Tarantino παίρνει στα σοβαρά τον εαυτό του τότε σπάει πλάκα με την ιστορία των ανθρώπων και του σινεμά, γράφοντας ένα δικό του υπέροχο κεφάλαιο. Δεν γίνεται να μην παρασυρθείς από το ταλέντο αυτού του ανθρώπου. Αυτό λέει είναι το αριστούργημά του αλλά εγώ δεν τον πιστεύω.

5. Lourdes - Jessica Hausner
Οι άνθρωποι έχουν φαντασία έχουν και την δύναμη να πλάθουν Θεούς, Δαίμονες, χρυσοεισπρακτικούς ναούς και ουρανοκατέβατα θαύματα. Με μίνιμαλ αποχρώσεις και μια εξαίσια υπόγεια επίθεση που εξαπολύεται προς κάθε μορφής εμπορευματοποιημένης πίστης, η Αυστριακή σκηνοθέτις παραδίδει ένα σπάνιας αισθητικής αριστούργημα, που μόνο με ένα θαύμα δεν θα ενοχλήσει τους βαθύτερα θρησκευόμενους θεατές.

4. Avatar - James Cameron
Ο Cameron καταφέρνει κάτι σπουδαίο εδώ. Δεν μεταφέρει απλά τον ανθρώπινο πολιτισμό σε έναν άλλο, τελείως διαφορετικό κόσμο δείχνοντάς του τον λάθος δρόμο που έχουμε πάρει εμείς εδώ στη γη, αλλά ταυτόχρονα διακτινίζει τον θεατή πίσω στο χρόνο, χαρίζοντάς του ένα παραμύθι που απολαμβάνεται με την ακραιφνή αφέλεια ενός παιδιού. Ήταν να πω ευχαριστώ εδώ αλλά το έχω ήδη πει.

3. Das weisse Band - Michael Haneke
Ο σπουδαιότερος ίσως σκηνοθέτης της εποχής μας στη σπουδαιότερη και πιο επιβλητική στιγμή του. Ο Haneke διδάσκει πως η βία γεννάει βία και ο πόλεμος θρέφει τον θάνατο. Όλα όμως ξεκινάνε από το σπίτι. Και όλα εδώ θα πληρωθούν, κάποια στιγμή. Κοιμήσου για λίγο άνθρωπε και ετοιμάσου να θερίσεις αυτό που έσπειρες. Καληνύχτα και καλή τύχη.

2. A Serious Man - Joel Coen, Ethan Coen
Οι αδερφοί Coen παίρνουν στα σοβαρά την ειρωνεία της ζωής, και μεγαλουργούν με μια ταινία που μοιάζει με αέναη μαθηματική εξίσωση αλλά λύνεται μόλις στα τελευταία της δευτερόλεπτα. Βλέπετε, η ζωή μας παίζει περίεργα παιχνίδια και εμείς συνεχίζουμε με μανία να αναλωνόμαστε στις λάθος στιγμές της. Ένας τυφώνας έρχεται, κάποια στιγμή για όλους μας. Αριστούργημα.

1. EL Secreto de sus ojos - Juan José Campanella
Όταν μια ταινία είναι αφιερωμένη στα αιώνια συναισθήματα ενός ανθρώπου που δεν μπορεί να ξεχάσει, υμνώντας την ισόβια – γι’ αυτό και ασύγκριτη – αγάπη, τότε σε αυτή την ταινία δεν αξίζει τίποτα παραπάνω από την κορυφή. Ελπίζω κάποια στιγμή να μπορέσουμε να αγαπήσουμε(ή να μισήσουμε) και εμείς με τον ίδιο τρόπο. Ίσως τότε νιώσουμε πραγματικά ζωντανοί.


Βέβαια, πέραν των παραπάνω αριστουργημάτων για την σεζόν που μόλις μας άφησε, δεν θα μπορούσα να ξεχάσω και κάποιες που έμειναν απ’ έξω όπως Whatever Works, Moon, Los cronocrímenes, Fantastic Mr. Fox, Get him to the Greek, Watchmen, Up, The Road, katalyn Varga, Where the Wild Things Are, Los abrazos rotos, Nowhere Boy, Antichrist, Politist adjectiv, Darbareye Elly, Mary and Max, Taking Woodstock, Ψυχή βαθιά, Zombieland, (500) Days of Summer, Soul Kitchen, La teta asustada, Kick-Ass, Nanjing! Nanjing!, Revanche, και φυσικά το Kimssi pyoryugi (Ναυαγός στο Φεγγάρι – αριστοτέχνημα που πέρασε φευγαλέα από φεστιβάλ της χώρας μας, δεν κατάφερε να περάσει τα διανομικά μας σύνορα, αυτό όμως είναι μια άλλη ιστορία), ταινίες που χρωμάτισαν την χρονιά που πέρασε και κάθε μια άφησε το δικό της στίγμα στο πανί.

Καλή συνέχεια εύχομαι σε όλους μας, καλές προβολές και καλή δύναμη σε όσους την χρειάζονται…

Chris Zafeiriadis

Τρίτη 21 Σεπτεμβρίου 2010

Κυνόδοντας (Dogtooth) - (2009)

Η ταινία που μας απειλεί λέγεται «Κυνόδοντας». Είναι η πιο επικίνδυνη Ελληνική ταινία που υπάρχει. Ο Κυνόδοντας τρέφεται με συνειδήσεις και συγκεκριμένα, με τις συνειδήσεις αυτών που τον παρακολουθούν. Όσοι δεν σκέφτονται, όσοι φοβούνται και αυτοί που παραμένουν έγκλειστοι στα όρια της νοητικής τους πραγματικότητας δεν κινδυνεύουν, είναι προστατευμένοι. Παρ’ όλα αυτά πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι, σε περίπτωση που κάποιος αναγνωρίσει την αξία αυτής της ταινίας και καταφέρει να μιλήσει για τις αλλαγές που επρόκειτο να επιφέρει η προβολή της, τόσο στους υποψιασμένους θεατές που θα βρεθούν αντιμέτωποι μαζί της, όσο και στο ληθαργικό σύμπαν του κατά τ’ άλλα, σύγχρονου Ελληνικού κινηματογράφου. Μια για πάντα.

Ο Κυνόδοντας παρουσιάζει ένα ολόκληρο κοινωνικό σύνολο κλεισμένο μέσα σε τέσσερις τοίχους. Και ένα κήπο. Με πισίνα. Το κυνοδοντικό αυτό σύμπαν διέπεται από κάποιους νόμους που ορίζουν την ζωή των εγκλεισμένων, όπως και στην δική μας κοινωνία. Το μόνο που αλλάζει είναι οι νομοθέτες και κατ’ επέκταση, κάποιοι από τους κανόνες. Οι γονείς αποφασίζουν, διδάσκουν και ορίζουν ενώ τα παιδιά δέχονται, μαθαίνουν και εκτελούν, πάντα με τιμή και πίστη στα λόγια των ανωτέρων τους, γιατί έτσι έχουν μάθει και αυτό δύσκολα αλλάζει. Σε αυτό το περιφραγμένο σύμπαν όπου οι καθημερινές έννοιες αλλοιώνονται και τα όρια μεταξύ ομαλού και ανώμαλου μπερδεύονται, εκτίθονται με μαεστρία οι ανθρώπινες δυνάμεις και αδυναμίες, σε συνάρτηση πάντα με ζοφερά βάθη της ανθρώπινης «ορθής σκέψης».

Αυτή την ορθή σκέψη παίρνει ο Λάνθιμος, την καταρρίπτει και από τα συντρίμμια την ανακατασκευάζει από την αρχή, απαιτώντας την ολοκληρωτική προσήλωση του θεατή ο οποίος με την σειρά του καλείται να χρησιμοποιήσει την εναπομένουσα πνευματική του δύναμη για να αντιληφθεί αυτό που του δείχνεται. Η αφηγηματική από-δόμηση του Λάνθιμου μπορεί να μοιάζει αρχικά ελλειπτική, κοιτάζοντας όμως κάτω από την επιφάνεια μπορεί κάποιος να ανακαλύψει ένα ανεξάντλητο σενάριο γεμάτο από συμβολισμούς και νοήματα απέραντης εγκεφαλικότητας, τα οποία μάλιστα ενισχύονται και εδραιώνονται με κάθε δευτερόλεπτο που περνάει, με κάθε σκέψη που κάνει ο θεατής-δέκτης. Στον Κυνόδοντα κάθε σκηνή αποτελεί και ένα μικρό δοκίμιο για την πραγματικότητά μας, για τον κόσμο που μας έδωσαν και δεχτήκαμε αβίαστα.

Όμως, ο Κυνόδοντας, όσο και αν φαίνεται, δεν μιλάει την Ελληνική. Δεν μιλάει καν την λογική ανθρώπινη. Γι αυτό και αποκρυπτογραφείται δύσκολα, επίπονα. Για να μπορέσει κάποιος να αποκωδικοποιήσει τα λεγόμενα του Λάνθιμου, θα πρέπει πρώτα να αποκωδικοποιήσει τα λεγόμενα ενός εκπαιδευτή σκύλων ο οποίων φέρει στον λόγο του φράσεις κλειδιά για την φιλοσοφία της ταινίας. Ο ακατέργαστος σκύλος (ή άνθρωπος) είναι σαν πηλός. Και ως ακατέργαστος που είναι, πλάθεται όπως όμως ορίζει ο πλάστης, περιμένοντας να του δείξει πως θα συμπεριφερθεί, πως θα σκεφτεί και πως μάθει να σκέφτεται. Έτσι, ο χαρακτήρας του δια-μορφώνεται, έχοντας σαν βάση ένα ακατέργαστο μυαλό. Όμως δεν έχει σημασία αν είναι σκύλου ή ανθρώπου, αρκεί να μην έχει ολοκληρωμένη συνείδηση (δεν είναι τυχαία η εγκυμοσύνη της μάνας, η οποία εξισώνει τα ακατέργαστα είδη ζωής, φέροντας στη κοιλιά της δύο παιδιά και ένα σκύλο).

Η αλληγορική φύση της ταινίας ισχυροποιείται ακόμα περισσότερο από την απροσωπία των χαρακτήρων παράλληλα με την αχρονικότητα των συμβάντων εντός και εκτός του φαινομενικά όμορφου αυτού σπιτιού. Συμβάντων, που όπως οδηγούν τα παιδιά του Κυνόδοντα στην προσωπική τους αποπνευμάτωση, καταλήγουν τελικά υπέρ των έμφυτων ανθρώπινων ενστίκτων ελευθερίας, πρωτίστως δια-νοητικής και τελικά φυσικής.

Και αυτό είναι ένα από τα μεγάλα όπλα του σκηνοθέτη. Λένε ότι ο καλλιτέχνης εκθέτει τον εαυτό του μέσω του έργου του όμως στην προκειμένη περίπτωση ο Λάνθιμος καταφέρνει να εκθέσει τον ίδιο τον θεατή, τον ίδιο άνθρωπο. Και με αυτό παίζει. Από τον τεμαχισμένο λόγο των παιδιών μέχρι τα τεμαχισμένα κάδρα των σωμάτων, ο Κυνόδοντας είναι μια απειλητικά αυθάδικη δήλωση αμφισβήτησης των πάντων, ξεκινώντας από το λεξιλόγιο που διδάσκεται και τις έννοιες που δίνονται στις λέξεις, μέχρι τις αδιαφιλονίκητες αρετές ενός κοινωνικού συστήματος το οποίο όλοι μας υπηρετούμε. Και σαν δήλωση, παραμένει προκλητική, αποκαλύπτοντας παράλληλα ένα λαμπρό σινεμά που τόσο ανάγκη έμοιαζε να έχει αυτός ο τόπος.

Ωστόσο, στη χώρα αυτή που ζούμε, μέσα στη περήφανη και περιφραγμένη Ελληνική πραγματικότητα, υπάρχει ένας κρυφός αλλά απαράβατος νόμος: Για κάθε μεγάλη επιτυχία, πρέπει να υπάρχει και μια μεγάλη αδικία. Γι αυτό και πάντα θα υπάρχουν αυτοί που αναγνωρίζουν τον Κυνόδοντα ως μια εξαιρετικά πρωτοποριακή θρασυτολμία, ενώ άλλοι θα το απορρίπτουν ως μια βίαια προσβλητική ανουσιότητα. Οι πρώτοι είναι και οι πιο ευνοημένοι γιατί αυτοί κατέχουν την πραγματική ελευθερία, την ελευθερία της σκέψης. Για τους άλλους, εκείνους που αντί-στέκονται ακριβώς απέναντί του χωρίς ούτε καν ένα επιχείρημα, δεν υπάρχει σωτηρία. Όσο και αν (δεν) θέλουν, δεν θα καταλάβουνε ποτέ. Δεν θα ματώσουνε ποτέ. Ίσως μόνο όταν τους πέσει ο δεξιός κυνόδοντας και στη θέση του φυτρώσει άλλος.
Ή ο αριστερός, δεν έχει σημασία.

Chris Zafeiriadis