Πέμπτη 26 Απριλίου 2012

Hugo (2011)

“Thank you for the movie today. It was a gift.” - Hugo’s Isabelle


Στα μάτια του μικροκαμωμένου Hugo Cabret θα αναγνωρίσεις μια εύθραυστη σιωπή έτοιμη να εκραγεί. Μια σιωπή η οποία σπάει την στιγμή της προσωπικής εξομολόγησης, μαρτυρώντας αλήθειες που μένουν ακατανόητες και ερωτήματα που μένουν για πάντα αναπάντητα. Το μικρό αγόρι που έβλεπε τα τρένα να περνούν χωρίς να νιώσει ούτε για μια στιγμή την ανάγκη να ανέβει σε κάποιο από αυτά, θα μαρτυρήσει το πάθος του για τις εικόνες, δίνοντας την ευκαιρία στον Scorsese να μαρτυρήσει με την σειρά του ένα ανάλογο  πάθος για το όνειρο. Ένα όνειρο που δεν σταματά ποτέ να αναπνέει, όπως ακριβώς συμβαίνει και στην περίπτωση του άλλου ρομαντικού ονειροπόλου της εποχής (και του σινεμά) μας, Woody Allen. Τον λόγο που και οι δύο ταυτόχρονα επέλεξαν να κάνουν την εξομολόγησή τους στους διάσημους δρόμους του πολύχρωμου Παρισιού δεν τον γνωρίζω, γνωρίζω όμως ότι η γαλλική αυτή πόλη έχει την δύναμη να ρίξει τις αχτίδες του απέραντου φωτός της στα πιο παθιασμένα και προσωπικά συναισθήματα των ανθρώπων (της).

Από τους μεταλλικούς ήχους του σιδηροδρομικού σταθμού μέχρι το λυτρωτικά μαγικό   χειροκρότημα του φινάλε, το Hugo είναι γεμάτο από το ανεξάλειπτο πάθος του δημιουργού του για τις εικόνες. Εικόνες που σαν καλοκουρδισμένα ρολόγια, ταξιδεύουν από την εποχή που ζούμε, πίσω στα χρόνια που γεννήθηκε το σινεμά και από εκεί αφήνονται ελεύθερες στα πέρατα του σύμπαντος, αναζητώντας την περιπέτεια. Εικόνες που κινούνται γεμάτες αυθορμητισμό, έρχονται με φόρα προς το μέρος μας, διαπερνούν τα μάτια και καρφώνονται για πάντα στο μυαλό, όπως ακριβώς και ο ασπρόμαυρος πύραυλος στην πασίγνωστη ταινία του Méliès. Οι ίδιες εικόνες που έχουν την δύναμη να φτάσουν σε εκείνους που τις αναζητούν, βγαλμένες από έναν κόσμο που πολλές φορές μπορεί να μην είναι αληθινός, είναι όμως ολόκληρος δικός τους. Και αν κάποιες απ’ αυτές δεν μπορούν να γίνουν πραγματικότητα, τότε γίνονται τέχνη.

Θυμάμαι παλιότερα που έλεγαν ότι η τέχνη τρέφει τα όνειρα και εκείνα τους ανθρώπους. Και ξέρεις, τα όνειρα δεν χωράνε ούτε σε δύο, ούτε σε τρεις διστάσεις. Ούτε απειλούνται από τον φθοροποιό χρόνο που θέλει τα πάντα να πεθαίνουν. Μονάχα ενισχύονται, μέχρι να έρθει η στιγμή να πραγματοποιηθούν, αλλιώς δεν θα έπρεπε να λέγονται όνειρα. Το Hugo μοιάζει να είναι το από καρδιάς δώρο ενός αμετανόητου κινηματογραφόφιλου προς όλους τους υπόλοιπους. Και μεταξύ μας, αν δεν σου αρέσει αυτή η ταινία, τότε λάθος άνθρωπο διαβάζεις. Διότι το Hugo είναι φτιαγμένο ώστε να το αισθάνεσαι σε κάθε σκέψη που περνάει απ’ το μυαλό σου, σε κάθε χτύπο που αφήνει η καρδιά σου και σε κάθε δάκρυ που κυλάει στο μαγεμένο πρόσωπό σου.  Είναι από εκείνες τις ταινίες που δεν έχουν μόνο την δύναμη να αποθανατίσουν τα όνειρα, αλλά και να τα πραγματοποιήσουν.

Chris Zafeiriadis

Τετάρτη 18 Απριλίου 2012

The Blood on Satan's Claw (1971)


Υπάρχουν κάποιες ταινίες στις οποίες δεν μπορείς να αντισταθείς. Με όποιο τρόπο και να προσπαθήσεις, αυτές θα σε ρουφήξουν μέσα τους, θα σε καταπιούνε μέχρι να μην μπορείς να ανασάνεις, μέχρι να παραδοθείς ολοσχερώς στην (αφελή, κάποιες φορές) ατμόσφαιρα στην οποία είναι παραδομένες. Τότε καταλαβαίνεις ότι έχεις κι εσύ παραδοθεί, ότι δεν μπορείς να αισθανθείς τίποτα παραπάνω από όλα όσα ήθελε ο σκηνοθέτης που τις δημιούργησε να αισθανθείς. Ή ο διάβολος, στον οποίο είναι αφιερωμένες. Το Blood on Satan’s Claw (ή Devil’s Skin, όπως είναι ο παράλληλος τίτλος του) είναι μια από αυτές τις ταινίες, την οποία άπαξ και συναντήσεις μια φορά, θα είσαι δικός της για πάντα. Θα φέρεις πλέον το σημάδι του σε κάποιο κρυμμένο σημείο του κορμιού σου, όπως ακριβώς και οι νεαροί, σατανολάτρες πρωταγωνιστές της ιστορίας.

Η ταινία του Haggard αποτελεί ιδανικό δείγμα του βρετανικού τρόμου, αναπόσπαστο κομμάτι των ταινιών που αφιερώθηκαν σε μια εποχή, δυο-τρεις αιώνες πριν από την δική μας, έχοντας ως πρωταγωνιστές είτε φανατικούς αντιπρόσωπους του κακού (δαίμονες, δράκουλες, τέρατα και μάγους) είτε τον ίδιο τον Εωσφόρο αυτοπροσώπως, μαζί με τους ορκισμένους ακολούθους του να θυσιάζουν αθώα θύματα στο όνομα της μεγαλειότητας που τον χαρακτηρίζει. Όπως ακριβώς συμβαίνει και σε αυτή την ιστορία, η οποία παίρνει ένα νεαρό κορίτσι ονόματι Angel Blake (που αναπνέει μεταξύ ουρανού και γης), και το βαφτίζει ιέρεια ενός κακού που προσπαθεί να αναδυθεί, να ζήσει και να λατρευτεί, στα στενά όρια ενός απομονωμένου χωριού της αγγλικής υπαίθρου.

Ο Haggard γνωρίζει πολύ καλά την αγγλική αυτή ύπαιθρο και την χρησιμοποιεί για να αναδείξει την γοτθική, εωσφορική μαγεία που με τόσο άκρατο μένος καταδίωκαν τέτοιου είδους, χριστιανοκρατούμενες κοινωνίες. Μια μαγεία που ξεκινάει από τα - λουσμένα στην μαυρίλα - κοράκια της αρχικής σεκάνς (τα υπέροχα αυτά πτηνά που απολαμβάνουν την μυρωδιά και την γεύση του θανάτου, χαρίζοντας την μακάβρια αύρα τους στην ταινία) και δεν εξαντλείται παρά μόνο όταν πέσουν οι φλεγόμενοι τίτλοι τέλους.

Στο ενδιάμεσο, από τα μάτια μας παρελαύνουν όλα εκείνα που κάνουν την ταινία απολαυστική: Πέτρινα σπίτια που παγώνουν και ξύλινα πατώματα που τρίζουν (όχι από φθορά, αλλά από το κακό που κατοικεί μέσα τους, περιμένοντας να αναδυθεί), σημαδεμένοι αμαρτωλοί με τα τριχωτά σημάδια κρυμμένα στα κορμιά τους, παραληρούντες αιδεσιμότατοι που κυνηγάνε φίδια στα ξεραμένα χωράφια, συντηρητικοί δικαστές που μετατρέπονται σε αχόρταγοι Witchfinder Generals, ερεθισμένοι σατανολάτρες που προσεύχονται για την παντοκρατορία του αφέντη τους, ερεθιστικές εωσφορίζουσες νύμφες με τους ερωτικά προκλητικούς χορούς τους και, μια υπέροχη σατανική τελετή, ένας τελετουργικός βιασμός του πνεύματος και ένας αιματηρός θάνατος του σώματος που λαμβάνει χώρα σε μια ερειπωμένη και κατεστραμμένη εκκλησία. Έναν τόπο που κάποτε ήταν ο οίκος του Θεού αλλά βεβηλώθηκε από το πέρασμα του χρόνου και τώρα κατοικείται από έναν Άλλο.

Βέβαια, ο Haggard ξέρει ότι όλα τα παραπάνω δεν είναι αρκετά για να μαγέψουν τον απαιτητικό θεατή, γι’ αυτό και χρησιμοποιεί με έναν αριστοτεχνικό τρόπο την ψυχεδελίζουσα μουσική του Marc Wilkinson για να χτίσει μια ντελιριακή ατμόσφαιρα, αγκαλιάζοντας όλες εκείνες τις ψυχές που δεν εξαγνίζονται, τα ξόρκια που δεν λύνονται και τις ανήσυχες φωνές που αντηχούν μέσα στα δάση, χωρίς να μπορείς να ξεχωρίσεις αν είναι αληθινές ή μέρος την καλπάζουσας φαντασίας σου.

Όμως, αν κάτι απομένει μετά το πέρας του απλοϊκού, ομολογουμένως, φινάλε (και την μεγαλοπρεπή μάχη καλού-κακού που λάμπει δια της απουσίας της), δεν είναι η απότομη επιστροφή στην πραγματικότητα που μας περιτριγυρίζει, τοποθετώντας μας μακριά από τέτοιου είδους ετεροχρονισμένα παραμύθια, αλλά η φανταστική εικόνα ενός διαβολεμένου σάτυρου να χαμογελάει σαρδόνια, αντικρίζοντας το devil’s skin που έχει κάνει δώρο σε όλους τους ανθρώπους. Εκείνο το τριχωτό κομμάτι δέρματος της ηβικής περιοχής, για το οποίο ελάχιστα λέγονται και πλείστα φαντασιώνονται, της περιοχής απ’ όπου αφυπνίζονται όλα τα πρωτόλεια ένστικτα και στην οποία γεννιούνται οι πιο όμορφες σκέψεις, και οι πιο αμαρτωλές μας επιθυμίες.

Chris Zafeiriadis

Πέμπτη 5 Απριλίου 2012

The Woman (2011)


Μέσα σε ξεχασμένους βαλτότοπους και πυκνόφυλλα δάση, ανάμεσα στα ζώα μιας ζούγκλας που αφήσαμε πίσω, η Γυναίκα του τίτλου αναπνέει. Ξεχασμένη, θαρρείς, από την ιστορία αλλά πλήρως εναρμονισμένη με την φύση (της), η σκαιά αυτή ύπαρξη με την άξεστη συμπεριφορά και την αγροίκα εμφάνιση, σκοτώνει για να τραφεί, να αμυνθεί και να επιβιώσει, όπως και τα υπόλοιπα ζώα που αναπνέουν γύρω της. Μέχρι που ο χαρακτήρας της θα αναγκαστεί να έρθει σε σύγκρουση με όλους εμάς τους υπόλοιπους, πολιτισμένους ανθρώπους, που ζούμε μακριά από τέτοιου είδους ακρότητες. Και τότε το σινεμά γεννοβολάει ταινίες σαν κι αυτή, προσπαθώντας να ξεγυμνώσει τον σύγχρονο άνθρωπο, τοποθετώντας τον έξω από τα όρια του πολιτισμού του. Είναι ο κινηματογράφος που χρησιμοποιεί τον Άλλον για να μιλήσει για το σύγχρονο και στερημένο Εγώ.

Δεν πρόκειται φυσικά για ακραίο σινεμά καθ’ αυτό. Μιλάει όμως για ακραίες καταστάσεις. Και οι ακραίες καταστάσεις, απαιτούν ακραίες αποκρίσεις, το τραγούδησαν και οι Brutal Truth, δεν μπορεί να μη το έχεις ακούσει. Η Γυναίκα πιάνεται αιχμάλωτη από μια οικογένεια των προαστίων και, στο όνομα του καλλωπισμού και της επί-μόρφωσης, τοποθετείται σε ένα υπόγειο, μόνη και αλυσοδεμένη, με το βλέμμα της να μαρτυρά όσα δεν μαρτυρούν διάλογοι ολόκληροι. Και οι πράξεις της οικογένειας να αποκαλύπτουν μια αλήθεια ξεχασμένη. Άλλωστε, όλοι ζώα παραμένουμε, χωρίς να έχει σημασία αν κατοικούμε σε μακρινές σπηλιές, πέτρινα σπίτια ή τσιμεντένια κλουβιά. Καταπιεσμένοι μερικές φορές, περιμένοντας μια ευκαιρία για εξαπολύσουμε τα πιο άγρια ένστικτα και τις πιο διαταραγμένες μας φαντασιώσεις, χωρίς ντροπή και το χειρότερο, χωρίς καμία ενοχή.

Η φύση όμως εκδικείται εκείνους που την πρόδωσαν. Όταν η Γυναίκα ελευθερωθεί, η ταινία θα μετατραπεί σε σπλάτερ φαγοπότι για τους μερακλήδες και θα εξοργίσει όλους τους υπόλοιπους, αφήνοντάς τους να παραμιλάνε μέσα στην ανησυχία τους. Κάποιοι θα μιλήσουν για μισογυνισμό, άλλοι για άσκοπη βία, η αλήθεια όμως είναι ότι δεν υπάρχει τίποτα από τα δύο στην ταινία. Αυτό που υπάρχει διάχυτο από το πρώτο μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο είναι ο νόμος μιας άλλης ζούγκλας, αυτής που κατοικεί στα ειδυλλιακά θεμέλια του πολιτισμού μας. Ενός πολιτισμού που καμουφλάρει τα δικά του ζώα, μετατρέποντάς τα σε λουστραρισμένα και καλογυαλισμένα κτήνη, πνιγμένα στην δυσαρμονία που τους περιβάλλει.

Chris Zafeiriadis